27.11.08

«Πράσινοι» υπολογιστές...

Πόσο εύκολο είναι να είσαι πράσινος;
Μα πάρα πολύ εύκολο…
Αρκεί να καταναλώνεις «πράσινα»…
Μην ανησυχείς τα πράσινα προϊόντα είναι πλέον παντού και θα σε αναζητήσουν εκείνα. Ακόμη και τα ψηφιακά…
Και πώς γίνεται πράσινο ένα ψηφιακό προϊόν;
Μα με τα χρώματα φυσικά.
Κι ακόμη με την οργανική αφή, το αναζωογονητικό… άρωμα, τη μινιμαλιστική αισθητική, την οικειότητα και τη ζεστασιά της επαφής, την ..οικολογική εξωτερική επένδυση πχ. από μπαμπού! Αντε και με έναν νέο ηλεκτρομηχανολογικό σχεδιασμό που υπόσχεται χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας…

Κι εμείς που νομίζαμε ότι ένα προϊόν είναι πράσινο όταν έχει παραχθεί με βιώσιμες τεχνολογίες, από την εξόρυξη των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών μέχρι το φινίρισμα, όταν ανακυκλώνεται και δεν «ενταφιάζεται» στα ψηφιακά νεκροταφεία του τρίτου κόσμου, και που η χρήση του δεν παραβιάζει τους κύκλους της ζωής και της φύσης, την ποιότητα που υπόσχεται , την υγεία των πολιτών , αλλά και δεν υποτιμά τη νοημοσύνη μας….

Αν μιλάμε για αντικατάσταση όλου του μεταλλικού σκελετού απο ανακυκλώσιμα υλικά (ξύλο, πολυμερή, βιο-πλαστικό με πρώτη ύλη φυτικά έλαια κλπ) τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά, όμως οι υπολογιστές αυτοί ακόμη δεν έχουν κατασκευαστεί και επιπλέον κανείς δεν μπορεί να πει αν θα μπορούν να περάσουν τα υποχρεωτικά ποιοτικά τεστ και τα τεστ ασφάλειας από φωτιά, ώστε να διατεθούν στην ευρωπαϊκή και αμερικανική αγορά.

20.11.08

Μην πυροβολείτε τον Ορυκτό Πλούτο της Χώρας…

 What's Yours (and cannot be grown) is Mined. What’s Mined Is ...Yours;

Τα ορυκτά μας ..πάνε, εμείς;

[του Πέτρου Τζεφέρη] [by Dr.Tzeferis Peter]


Σε όποιο μέρος της γης κι αν ζούμε, κάθε φορά που τρώμε, πίνουμε, πλένουμε ή πλενόμαστε, γράφουμε, ζωγραφίζουμε, μαγειρεύουμε, ταξιδεύουμε, ή απλά καθόμαστε στην εστία του σπιτιού μας, μεταχειριζόμαστε χρήσιμα ορυκτά που έχουν εξορυχθεί και υποστεί κατάλληλη επεξεργασία.

Από το ξεβαμμένο τζιν μας ως την οδοντόκρεμά μας, από το τηλεόραση μας, το κινητό μας μέχρι την άμμο υγιεινής για τις γάτες μας, από τα φωτοβολταϊκά μας «πάνελ» μέχρι τις σκιές αισθητικής των ματιών, χρησιμοποιούμε επεξεργασμένα ορυκτά. Και ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Εστω κι αν δεν το ξέρουμε, τα ορυκτά υπάρχουν στη ζωή μας, κι εμείς ζούμε μαζί τους!

Τα τελευταία χρόνια που η πρόσβαση σε ενεργειακές και μη ενεργειακές πρώτες ύλες αποτελεί καίριο ζήτημα διεθνώς, που η αλματώδης αύξηση στη ζήτησή τους έχει οδηγήσει τις τιμές των μετάλλων στα ύψη και ο κλάδος εγκαταλείπει σταδιακά την παραδοσιακή του θέση ως βαριάς βιομηχανίας με χαμηλή προστιθέμενη αξία και προσπαθεί να προωθήσει την καινοτομία ως κινητήρια δύναμη της ανταγωνιστικότητας, ο ορυκτός πλούτος κάθε χώρας αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Παράλληλα, οι προκλήσεις για ασφάλεια και περιβάλλον, για ποιότητα και ενημέρωση δεν μπορούν να περιμένουν. Επιπλέον, οι τοπικές κοινωνίες σήμερα προσδοκούν από την οποιαδήποτε επιχειρούμενη δραστηριότητα να λαμβάνει υπόψιν πρωτίστως τις ανάγκες των πολιτών, όπου λαμβάνει χώρα η δραστηριότητα. Συνεπώς, η έννοια τόσο της κερδοφορίας όσο και εκείνη της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης πρέπει να προσεγγίζεται με ένα ευρύτερο πνεύμα που συνδέεται στενά με τη βιώσιμη ανάπτυξη καθώς ενσωματώνει τον οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο των δραστηριοτήτων.

Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της ΕΕ που διαθέτει σηµαντικό ορυκτό πλούτο, ο οποίος συνίσταται σε ποικιλία ορυκτών και µεταλλευµάτων µε µεγάλο βιοµηχανικό ενδιαφέρον. Η υψηλή ποιότητα και οι πολλές και εξειδικευμένες χρήσεις των ορυκτών που διαθέτει η Ελλάδα σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ και γενικότερα με την διεθνή αγορά, δίνει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην οικονομία της χώρας. Ο εξορυκτικός κλάδος, έχει έντονο εξωστρεφή χαρακτήρα, αφού οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεών του, κατέχοντας ηγετικές θέσεις στην παγκόσµια αγορά. Σήμερα, εταιρείες του κλάδου κατέχουν σημαντικά μερίδια σε προϊόντα όπως βωξίτης, αλούμινα, αλουμίνιο, νικέλιο, καυστική μαγνησία, μπεντονίτη, περλίτη, κίσσηρη και μάρμαρα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Ελλάδα, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι η μοναδική χώρα παραγωγής χουντίτη, πρώτη χώρα παραγωγής περλίτη, δεύτερη χώρα στην παραγωγή κίσσηρης (ελαφρόπετρα), μπεντονίτη και πρώτη στην εξαγωγή μαγνησίτη στην ΕΕ. Επίσης κατέχει την 2η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την 5η παγκοσμίως στην παραγωγή λιγνίτη. Επιπλέον, διαθέτει σημαντικά υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα αστρίων, γύψου, καολίνη, μικτών θειούχων (μολύβδου, ψευδαργύρου), ολιβίνη, ποζολάνης, χαλαζία κλπ. Τέλος διαθέτει και κοιτάσματα που δεν έχουν ακόμη υποστεί εκμετάλλευση ή η εκμετάλλευσή τους έχει σταματήσει (μαγγανίου, χρωμίτη, ουρανίου, χρυσού, πετρελαίου, σμύριδας, αλατιού κλπ.) καθώς και σημαντικότατο γεωθερμικό κατάλληλο είτε για ηλεκτροπαραγωγή είτε για θερμικές εφαρμογές.

Γι΄αυτό και ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος, αποτελεί σηµαντικό τοµέα της οικονοµικής δραστηριότητας της χώρας µας (συμμετοχή 4-5% στο ΑΕΠ αν ληφθεί υπόψιν και ο μεταποιητικός τομέας) ο οποίος τροφοδοτεί µε τα απαραίτητα υλικά-πρώτες ύλες µια σειρά σηµαντικών κλάδων όπως την τσιµεντοβιοµηχανία, τις κατασκευές, την παραγωγή ενέργειας, τη βιοµηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων (αλουµινίου, νικελίου, κλπ), τη βιομηχανία ανοξείδωτου χάλυβα κ.ά. Επιπλέον, εξασφαλίζει θέσεις απασχόλησης και επειδή κατά κανόνα δραστηριοποιείται στην Περιφέρεια, συμβάλλει σημαντικά στην πολυπόθητη περιφερειακή ανάπτυξη.

Εξετάζοντας με σχολαστικότητα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα καθώς και τις ιδιαιτερότητες του κλάδου, πρέπει να απαντήσουμε στις προκλήσεις των καιρών προωθώντας πολιτικές και πρακτικές προς την κατεύθυνση αυτή του συνδυασμού της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης με την περιβαλλοντική προστασία. Νέα υλικά, νέες τεχνολογίες, νέες χρήσεις φιλικότερες προς τον πολίτη και το περιβάλλον. Ενσωμάτωση του περιβαλλοντικού κόστους στο κόστος της κάθε επένδυσης, περαιτέρω εστίαση στο θέμα της ανακύκλωσης πρώτων υλών, επαναχρησιμοποίησης προϊόντων και παραπροϊόντων εξόρυξης, εφαρμογή κώδικα αρχών βιώσιμης ανάπτυξης. Κατάλληλη αξιοποίηση των νοµοθετικών και οικονομικών εργαλείων προς την κατεύθυνση αυτή. Ανοικτές διαδικασίες, δημόσια διαβούλευση, ενημέρωση και δημοκρατικός διάλογος προς κάθε κατεύθυνση.

Η ποιότητα, η ασφάλεια και το περιβάλλον αποτελούν πιεστικές προκλήσεις αλλά και ουσιαστική ανάγκη των καιρών, επηρεάζοντας σε βάθος όχι μόνο την εξέλιξη του κλάδου αλλά και την ίδια την ύπαρξή του μετά από μια μακραίωνη ιστορική διαδρομή.

Στο πλαίσιο αυτό, τα θέματα αποδοχής από μέρους των τοπικών κοινωνιών, οι εργολαβικές σχέσεις εργασίας και η εταιρική κοινωνική ευθύνη, η εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης ποιότητας, η πρόσβαση στην περιβαλλοντική αλλά και κάθε πληροφορία καθώς και η λειτουργία συστημάτων που την επιτρέπουν (διαδικτυακές βάσεις δεδομένων, GIS κλπ), αποκτούν επίσης ιδιαίτερη σημασία.
Η μεταλλεία υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος. Το αν θα τελειώσει η «μεταλλεία» και πότε δεν θα το πούμε εμείς ούτε κάποια μεμονομένα συμφέροντα, άτομα ή ΜΚΟ, όπως επίσης και αντίστροφα, οι ίδιοι παράγοντες και άτομα δεν μπορούμε να συντηρήσουμε μια κατάσταση που ήδη έχει παρακμάσει. Το τέλος, αν θα υπάρξει ποτέ, θα το προδικάσουν μόνο οι πραγματικές ανάγκες του πολίτη, οι ανάγκες του Πολιτισμού μας.


Greek Mineral Wealth and Challenges of today

In every part of the world, and in every important or trivial aspect of our lives – every time we eat or drink, write or paint, wash, cook, travel, or simply sit in the hearth of our home – we avail ourselves of some derivative of metallic and nonmetallic mineral ores.
From our faded jeans to our toothpaste; our televisions and mobile phones, or even a seemingly-trivial product like cat litter; from solar panels to cosmetics -- all of these products, use processed minerals. And the list is endless. Even if we are largely unaware of it, minerals exist in and affect our daily lives, and we co-exist intricately with them.
In the past few years, the increased demand for energy, along with the swift corresponding increase in the necessity for raw materials – has created a vital economic issue internationally. In the face of this “boom” and the unprecedented peaks in the price of metals, the mineral industry has gradually abandoned its traditional character as a heavy industry with low added-value, and is turning to the corporate model of innovation and competition. In this new economic landscape of mining, the mineral wealth of every country has acquired new and significant importance.
Already, most countries that possess important natural and mining resources are engaging in the “geopolitics of resources” and the EU (which, when first established, was given the name “European Coal and Steel Community”) has begun to perceive this shift, and is currently struggling to create and implement, for the first time, a geopolitical strategy toward natural resource initiatives (Gunter Ferhoigen initiative).


The EU is highly dependent on imports for the supply of the principal raw materials required by industry, since at least 50% of worldwide mining resources are found in third world countries. At the same time, approximately 70% of European manufacturing depends on raw materials obtained from mining. The import dependency rate for minerals ranges from 74% for copper ore, 80% for zinc ore and bauxite, 86% for nickel, to 100% for materials such as cobalt, platinum, titanium and vanadium.

EU industry can be put at a competitive disadvantage vis-à-vis third countries by measures which restrict its access to raw materials. Moreover, the increasing “relocation” of the mining industrial bases (quarries and auxiliary activities) outside of the EU, with the intent of addressing environmental concerns, leads to limitation of new investments in the mining industry inside the EU and the reduction of research and innovation, and consequently, to an obvious risk to the viability of the sector in the EU altogether. And moreover, because third world countries do not practice policies of sustainable development, the policies restricting mining in the EU completely fail to accomplish their primary purpose of reducing global-scale risks (e.g. the greenhouse effect).

In this global framework, addressing the environmental and safety challenges, together with the increasing needs for quality control and transparency in communication and dissemination of information, are becoming the most crucial factors. Moreover, local communities are becoming better informed, and are beginning to demand that exploitation of natural resources should, first and foremost, meet the needs of the citizens where those resources are located. Consequently, the tremendous shift in the character of the mining industry, along with the booming growth, should be approached with a greater spirit of corporate social responsibility that is connected closely with sustainable development models while addressing the economic, social and environmental impact of these activities.

Greece is one of the EU countries that possesses substantial mineral wealth, consisting of a variety of minerals and ores with a large industrial interest. The high quality and the many specialized uses of minerals available in Greece in comparison with other EU countries and internationally, provides significant comparative advantages to the economy of the country. The mining industry has a strong outward-looking character, since exports account for more than 65% of national sales, and holds leading positions in the global market. Today, mining companies are well organized and hold significant market shares in products such as bauxite, alumina, aluminum, nickel, caustic calcined magnesite, raw magnesite, pumice, silica and marble. Greece is a major global supplier of several key industrial minerals, notably bentonite, magnesite, and perlite. The country’s position as a leading producer of these minerals is well established. Greece is the only producing country of huntite, the leading global supplier of perlite, the second in the production of pumice and bentonite, and the first in the export of magnesium compounds within the EU. Greece is also the second largest producer in the EU, and the fifth largest worldwide, of lignite (brown coal), which is Greece’s only significant fossil fuel resource. Moreover, Greece has significant deposits of clay, limestone, shale, gypsum, kaolin, mixed sulphide ores (lead, zinc, pyrite), olivine, pozzolan, quartz etc. Finally, there are significant mineral deposits which have not yet been exploited, or where exploitation has temporarily ceased (such as manganese, chromite, uranium , gold, oil, emery, salt etc.), as well as major geothermal energy potential, suitable either for power generation or for various thermal applications.

The Greek mining industry constitutes a major sector of the economic activity of our country (it constitutes 4-5% of the GDP, with the inclusion of interrelated enterprises such as quarrying, processing and production of intermediate and final products) and supplies essential raw materials for primary industries such as cement, production of energy, non-ferrous metals (aluminum, nickel, etc), the industry of stainless steel etc. Moreover, the industry provides a major source of employment in the country, and because, as a rule, the processing of these raw materials takes place in the region in which they are excavated, the industry also contribute considerably to coveted regional growth.

For any sustainability policy to be complete it must address the issues of “where” and “when” it is appropriate to mine, and then apply the best-available technology to not only the processing of minerals, but also to the safety and environmental concerns that constitute such critical issues in this era. By carefully examining the relative advantages and disadvantages, as well as the particularities of the mining industry, we should address the challenges of the era by promoting policies and practices which combine social and economic growth with the environmental protection, and employ new materials, new technologies and new processes that are friendlier to the citizens and the environment. This can only occur by the inclusion of environmental costs as an essential component of investment, further focus on the subject of recycling of raw material, re-use of products and by-products of excavation, and regulations of these procedures, and the development and pursuit of suitable legislative and economic tools toward this end. This must, of course, include open processes, public participation, dissemination of accurate information, and democratic dialogue in every sense.

Quality, safety and environmental protection, constitute significant challenges but also the most pressing needs of this era – deeply influencing not only the development of the mining industry, but also its traditional character of many centuries and finally its very existence.

In this framework, the issues of acceptance from local populations, corporate social responsibility, systems of quality control, and systems that allow collection and disclosure of full and accurate information (Databases, GIS, etc.) are all of particular importance.

19.11.08

ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ

Στις 19-11-2008 ημέρα Τετάρτη και ώρα 19:30 στην Παλλήνη, αίθουσα συνεδριάσεων του Νομαρχιακού Συμβουλίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής (Λ. Μαραθώνος ) σας περιμένουμε όλους, ως ενεργούς πολίτες.

Θα συζητήσουμε για τα μεγάλα θέματα που απασχολούν την περιοχή μας.
Δώστε τη μάχη της συμμετοχικότητας και της διεκδίκησης. Αποφασίστε το τώρα.

ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ

10.11.08

Η χρήση της βιομάζας και τα βιοκαύσιμα


Μια νέα μόδα, στην αμερική κυρίως, είναι το σπιτικά «βιοκαύσιμα». Oλοι παράγουν biodiesel στον σπίτι.. Θερμαίνοντας κατάλληλα τα έλαια (τηγανόλαδα, ηλιέλαια,κλπ ) μαζί με μεθανόλη και καταλύτη (καυστικό νάτριο) και το biodiesel είναι έτοιμο. Αν τα καταφέρουμε με τα θέματα ασφαλείας (εύφλεκτη μεθανόλη, απαγωγή της παραγόμενης γλυκερίνης που είναι το παραπροΪόν κλπ) τα οποία επισημαίνω μετ’επιτάσεως, μπορούμε να καθαρίσουμε το biodiesel με νερό και να έχουμε ένα οικολογικό καύσιμο αποδεκτό από τον κινητήρα του αυτοκινήτου μας..

Βέβαια η δική μας νομοθεσία δεν επιτρέπει ακόμη το Diesel κίνησης στις μεγαλουπόλεις, όμως ήδη έχει συμπεριλάβει τα βιοκαύσιμα στην κατηγορία των «πετρελαιοειδών» και μάλιστα έχει εντάξει τις εταιρείες που το προωθούν σε ειδικό καθεστώς απαλλάσσοντάς τες από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των καυσίμων.

Γενικότερα, η χρήση της βιομάζας αποτελεί την καλύτερη λύση ως προς το σεβασμό των κύκλων της φύσης, θεωρητικά δεν αφήνει κανένα περιβαλλοντικό αποτύπωμα και θα μπορούσε να μειώσει την εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα (με εγχώρια παραγωγή βιομάζας), να λύσει και προβλήματα απασχόλησης και οικονομικής ανάπτυξης στις αγροτικές περιοχές στρέφοντας τις παραδοσιακές καλλιέργειες που φθίνουν (πχ τα ελληνικά καπνά, βαμβάκια κλπ) προς τα ενεργειακά φυτά.

Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της καύσης της είναι μηδενικό, αφού η καύση της έχει μηδενικό ισοζύγιο διοξειδίου το άνθρακα κι έτσι δεν συνεισφέρει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ποσότητες CO2 που απελευθερώνονται κατά την καύση της βιομάζας δεσμεύονται και πάλι από τα φυτά κατά την διαδικασία της φωτοσύνθεσης ή, πράγμα το ίδιο, ο άνθρακας τον οποίο περιέχει έχει δεσμευτεί κατά την ανάπτυξη της οργανικής ύλης από την ατμόσφαιρα στην οποία επανέρχεται μετά την καύση κι έτσι το ισοζύγιο εκπομπών σε όλο τον κύκλο ζωής του βιοκαυσίμου είναι θεωρητικά μηδενικό. Επίσης η μηδενική ύπαρξη του θείου στη βιομάζα συμβάλλει στον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του θείου SO2 που ευθύνονται για την οξινη βροχή.

Ακόμη και αυτή η χρήση της βιομάζας όμως δεν είναι χωρίς προβλήματα, χωρίς σκεπτικιστές, οι οποίοι θεωρούν ότι η ευρεία χρήση της ως «ενεργειακή καλλιέργεια» τελικά θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ότι υποτίθεται ότι προσπαθεί να λύσει…

Τα βιοκαύσιμα που αποτελούν και τη πλέον φιλόδοξη εφαρμογή της βιομάζας, έχουν δεχθεί μεγάλη κριτική από σκεπτικιστές που επισημαίνουν τα σοβαρά περιβαλλοντικά ζητήματα και το θέμα της πρόσβασης σε τροφή, που απορρέουν από μια ενδεχόμενη στροφή σε βιοκαύσιμα για την κάλυψη του παγκόσμιου ενεργειακού ισοζυγίου. Επιπλέον, στην πράξη επειδή κατά την παραγωγή και διακίνηση της πρώτης ύλης (διάφορα φυτικά έλαια αλλά και μεθανόλη) αλλά και των ίδιων των βιοκαυσίμων υπεισέρχονται και άλλες δραστηριότητες που είναι ενεργοβόρες και κατά τις οποίες παράγονται εκπομπές CO2 το τελικό όφελος από τα καύσιμα αυτά μπορεί να είναι από πολύ μεγάλο έως μηδαμινό.


Πορίσματα ερευνών και μάλιστα εγκεκριμένων φορέων και οργανισμών ισχυρίζονται με βεβαιότητα ότι η εντατική καλλιέργεια των «βιοενεργειακών φυτών» θα οδηγήσει σε υποβάθμιση των βιοτόπων, θα απειλήσει σοβαρά τη βιοποικιλότητα, θα αποψιλώσει τα δάση, θα μειώσει την έκταση της καλλιεργήσιμης γης κλπ. Και τελικά καταλήγουν «θα έχουμε καύσιμα αλλά θα μας λείψει το φαγητό.. και το περιβαλλον διαρκώς εν ανεπαρκεία…»

Για να αποφανθεί κανείς ασφαλώς για τα περιβαλλοντικά οφέλη κάποιου βιοκαυσίμου πρέπει να πραγματοποιήσει εξειδικευμένη ανάλυση κύκλου ζωής.

[Πέτρος Τζεφέρης] [Tzeferis Peter]

1.11.08

Είμαι εγώ...