«Μπορείς αν θέλεις να μην υποχωρήσεις.
Να κρατήσεις τη γραμμή σου ανέπαφη.
Μπορείς να μην κάμψεις το κεφάλι
να κοιτάξεις αγέρωχα τον ήλιο.
(…)
Μπορείς, ναι μπορείς
να σπείρεις, να καλλιεργήσεις, να θερίσεις
με μανδύα τους φυσικούς κανόνες
και τη σταθερή σου προετοιμασία».
(«Μπορείς», Αντώνης Χ. Κούρος)
Μια φράση του Τσέχου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα, συνοψίζει το αδιέξοδο της κοινωνίας μας: «…πέρα από ένα σύνορο, το έγκλημα γίνεται πράξη ηρωισμού και το σύνορο μένει αδιόρατο». Στο πλαίσιο αυτό κινείται η κοινωνία μας, συντηρώντας και διαιωνίζοντας το ακαθόριστο πρόβλημά της. Ποιο είναι; Το ότι αυτοκτονούμε ως μέλη της ζώντας αδιάφορα, κατά το εθιμικό –λες– μιας ανείπωτης (κι ανύποπτης…), σκληρωτικής καταστροφής. Εγκληματούμε ως ήρωες στο Είναι μας, τ’ οποίο δε λογίζεται, έχοντας αδιόρατη θεώρηση!..
Εμείς, οι «υπεύθυνοι» πολίτες αυτού του κόσμου, θεωρήσαμε ότι τα γύρω μάς ανήκουν, ότι τα εξουσιάζουμε κι ως κυρίαρχοι ενεργούμε. Σκιάσαμε τη ζωή μας με πράξεις σκοτεινές, του κακού μας βίου, που τις δικαιολογούμε ως κοινωνική ανάγκη και ως δημόσιο συμφέρον. Απαξιώσαμε τον εαυτό μας υποβάλλοντάς τον σε πράξεις του πνιγμού, σε ορέξεις ακόρεστες, σ’ έξεις κι εθισμούς της πλησμονής –που είναι κατ’ ουσίαν της στέρησης. Φυλακιστήκαμε σε πολιτικές και πρακτικές που πολύ μάς έβλαψαν και μικρούς μάς έκαμαν. Αφεθήκαμε σε κηδεμονίες και δεσποτείες, και γινήκαμε δυστυχείς και μοιραίοι. Μάθαμε να λειτουργούμε με βαρβαρισμούς, ανύποπτους στα πλαίσια της συνήθειας, κι έτσι, ανάλγητα κι εξουσιαστικά να ενεργούμε στον κόσμο που μας αξίωσε˙ τον φυσικό, τον απλό. Αυτόν τον καταστρέφουμε, καταστρέφοντας παράλληλα τον εαυτό μας.
Φτιάξαμε τερατουπόλεις, δημιουργήσαμε προϊόντα τερατογεννέσεων, απίθανων συλλήψεων και συνδυασμών καταστροφής (βλέπε τα μεταλλαγμένα), σπείραμε μάζες από μπετόν στον περίγυρό μας καθώς και μέσα μας˙ ανήλιαγοι, ισχνοί στέκουμε, χωρίς ζωή, απόκαμοι στον συρφετό, που μας αποχαυνώνει, διάθετοι στο προσφερτό, που το δεχόμαστε αναντίρρητα και το καταναλώνουμε με βουλιμία. Τα φώτα μας έλκουν, μας καθορίζουν, το φως το τεχνητό μάς κινεί, οι προβολείς μας θαμπώνουν, κι ανακριτικά, εξουσιαστικά στέκουν πάνω μας και μας κατευθύνουν. Δεν είν’ οργάνωση αυτό, κανοναρχία, όπως θεωρείται, αλλά εξουσία του «πρέπει» πάνω στη λογική, με αποτέλεσμα την αποσύστασή της και την επικράτηση του ψυχρού νου, της απολυταρχίας του κανόνα. Πού η ευαισθησία, πού η αίσθηση των κοινών, πού το συναίσθημα, πού η κοινωνία των ανθρώπων;
Ασελγήσαμε στη φύση, τη μέσα και την έξω μας, γινήκαμε εξουσιαστές, δικτάτορες του κόσμου μας, γινήκαμε τέρατα. Γιατί; Για να βρεθούμε στην τραγικά πλεονεκτική θέση να ισοπεδώνουμε, έχοντας εντάξει τη στάση μας αυτή, στο πεδίο εξέλιξης του κόσμου μας!
Αφεθήκαμε στην ποταπότητα και στο μηδενισμό του σύγχρονου τρόπου ζωής, τον αφαιρετικό, τον λιγόπνοο, τον απόλυτο, που, παρά την υπεραπλούστευσή του στα ζητήματα της ύπαρξης, γίνεται πολυσύνθετος και πολύπλοκος στην άσκησή του. Μπλεχτήκαμε σε δίκτυα πολύπλοκα, που ως ειρκτή λειτουργούν και φυλακίζουν κάθε σκέψη κατευθύνοντας την πράξη. Αφεθήκαμε σε περιδινήσεις κι ανακυκλώσεις της ζωής, και συρθήκαμε σ’ ελκυθμούς, γιατί δε θελήσαμε να δούμε τον κόσμο φλογερά, θελκτικά, ποθητά, συναίσθητα (μα παραίσθητα τον βλέπουμε). Συμμετέχουμε έτσι, στην ομαδική παράκρουση που συντελείται, για να μπορούμε να στέκουμε, όντας υπόδουλοι (εθελόδουλοι εντέλει…) στον κόσμο των ισχυρών. Ένας από αυτούς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λειτουργώντας στο σύστημα εξουσίας, είναι ο καθένας από εμάς, είναι ο εαυτός μας. Είμαστε το λοιπόν κατάδικοι του εαυτού μας, όμηροι της εξουσίας μας!
Στον κόσμο τούτον –σαν κάτι παρά φύσιν– έχουμε ανάγει τις μηχανές σε κυρίαρχο στοιχείο της ζωής μας, λειτουργώντας στα πλαίσια μιας διαδικασίας ανατροπής, στην οποία, τόσο το σώμα, όσο και το πνεύμα, έχουν υποκατασταθεί από αυτές (μήπως θα ήταν ορθότερο να λέγαμε ότι έχουν υποταχθεί σε αυτές;) Η κατανίκησή μας από τις μηχανές, που είναι δημιούργημά μας, έχει κατ’ ουσίαν επιτευχθεί! Η εξουσία μας συνεπώς μετακυλήθηκε στις μηχανές, στα όργανα της δημιουργίας μας, τα οποία κατέληξαν μ’ ευθύνη μας και κατά προόρισή μας να κυριαρχούν και να μας εξουσιάζουν –οποία τραγική ανατροπή!
Σιωπούμε, όντας συνένοχοι σε μια κατάσταση για την οποία νοιώθουμε υπεύθυνοι μα και ανεύθυνοι. Κανείς δεν επωμίζεται την προσωπική του ευθύνη μα διατεινόμαστε ότι μια γενικώς αόριστη ευθύνη απαιτείται, χωρίς ν’ αναλαμβάνεται. Με τον τρόπο αυτό βαυκαλιζόμαστε για το καθήκον μας σε σχέση με την ευθύνη μας έχοντας ήσυχη τη συνείδησή μας. Στρουθοκαμηλίζουμε ανόητα ως προς τη ζωή μας. Κρυβόμαστε στη σκιά μας, αφηνόμαστε στην αόριστη περιδίνησή μας, που όλο και μεγαλώνει κι ως φάσμα τραγικό μας περιβάλλει, και κράζουμε όταν οι αλήθειες μας πληγώνουν, ως όρνια στο ξάγναντο της ζήσης. Μα μετά, αλαφρωμένοι και ξέγνοιαστοι, ξεπερνούμε την πραγματικότητα –ζώντας, λες, στην αχλή της ζήσης–, διάγοντας βίο ελαφρύ και πάλι. Με αμεριμνησία κι ησυχία ξεπερνούμε τα δεδομένα, αφημένοι στη σιωπηρή τραγικότητα της ανέμελης λήθης. Η θλίψη βιώνεται εσωτερικά, τις περισσότερες φορές ανύποπτα, και δεν αφήνεται να φανεί –γι’ αυτό κι η μάρανση της ζωής…
Το «πρόβλημα» μάς έλκει, μας υπνωτίζει, μας εξαρτά, κατά τρόπο απόλυτο, που καθιστά μη αμφισβητήσιμη την αποδοχή του –βεβαίως, αποστρέφουμε την κεφαλή και δεν το βλέπουμε ως τέτοιο, γι’ αυτό και προσχηματικά λειτουργούμε, εθελοτυφλώντας. Η ζωή μας συναρτάται με ότι επιτάσσεται, αφού απαιτείται εναρμόνιση με τα καθεστώτα, για να μην υπάρχει ασυμβατότητα και δυσλειτουργία.
Δέσμιοι του μονόδρομου τούτου, δεν αντιλαμβανόμαστε –οι περισσότεροι εξ ημών–, ή δε θέλουμε ν’ αντιληφθούμε το δράμα που συντελείται. Διάγουμε βίο ατάραχο και ψυχρό, ελαφρύ κι ασύνειδο, διότι δεν επιθυμούμε τη διαπάλη, την προσπάθεια για το μπορετό. Η μεταστροφή που ευαγγελιζόμαστε, δε μπορεί να επιτευχθεί με την ησυχία και τον εφησυχασμό, που τη νάρκωση και την αβελτηρία φέρνουν. Απαιτείται ανησυχία, χολοσκασμός, φλόγωση, τολμητία, για να έλθει η έγερση. Με τη θάρρεψη της ψυχής και το κολύμβημά της στα βαθιά που δεν τόλμησε να προσεγγίσει, με το τακτοποίημα του νου και το βαρκάρισμά του σε πελάη μακρινά, με το ξαγνάντεμα της καρδιάς και, εντέλει, με την αποκοτιά: με τούτα θα γεννηθεί καρπός και θα γενεί δημιουργία.
Μια παλαιά βιετναμέζικη παροιμία λέγει: «Εκεί που σταματούν τα πουλιά, είναι καλή γη». Δυστυχώς ο άνθρωπος δηλητηρίασε τη γη του, τον εαυτό του, τη ζωή του, κι έδιωξε τα πουλιά από αυτήν, απομένοντας μόνος, χωρίς φύση και (ουσιαστική) ζωή στο εωσφορικό χάος που δημιούργησε. Διαμόρφωσε έτσι, μια κοινωνία άδεια, κενή από περιεχόμενο και χωρίς προοπτική, ανάρμοστη στο Είναι του, ξέχωρη της ύπαρξής του˙ μιαν άζωη κοινωνία! Παρόλα αυτά, ο ποιητής αισιοδοξεί και μας προτρέπει να μην αφεθούμε:
«Ο νόμος με τ’ ατσάλινο κεφάλι
και με τα μάτια όλο σκοτάδι
εμένα ή εσένα πνίγει
στο βούρκο.
Δε βλάπτει αν δώσουμε το χέρι
ο ένας στον άλλον
ένα πουλί θ’ αδράξουμε κι ο αγέρας
είναι δικός μας πάλι»
(«Ο νόμος με τ’ ατσάλινο κεφάλι», Γιώργος Σαραντάρης)
Ας τον ακούσουμε, ας ακούσουμε την ψυχή μας κι ας υψωθούμε πάνω από τα τείχη του εαυτού μας, πάνω από τις οικτρές φυλακές του κόσμου μας. Η νοθεμένη από το άλγος εποχή μας να μετουσιωθεί με τη ζωντανή θερμοκρασία της ενέργειάς μας και να γενεί αυτότροφη και δυναμογενής. Με συνείδηση, ευθύνη και τιμή να δομηθεί το τρωτό μας Είναι, που φάγουσα έκαμε τη ζωή κι απόκαμη. Κι ως τέτοιο ν’ αναπαράξει τη ζωή, που εχάθη στη βύθη της.
(από το βιβλίο του Αντώνη Καπετάνιου "ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλλοβόλα", δοκίμια, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017,http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=42567#)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!