Το χρώμα του θανάτου καλύπτει τα πάντα.
Η λάμψη της φλόγας φωτίζει τη νύχτα,
κυρίαρχη έναντι κάθε άλλης φωτοδότρας πηγής.«Σας παρακαλούμε:
Αφήστε μας τα πράγματα.
Μη μας τα καίτε.
Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τα άνθη τους».
(«Αυτοβιογραφία», Νικηφόρος Βρεττάκος).
Το δάσος, το τόσο πολύτιμο μερτικό μας, κάηκε. Η βλάστη εχάθη. Ο τόπος ο θαλερός εσβήσθη. Γίνηκε σταχτύς, γίνηκε μαύρος. Γίνηκε σκιά, γίνηκε θάνατος. Τα δένδρα νεκρά, μα πεισματικά όρθια! Ακίνητες μαύρες φιγούρες, σκιές θανάτου, μας χαιρετούν λίγο πριν σκύψουν για να ασπασθούν τη μάνα γη, λίγο πριν γίνουν άγγελοι! Κάμανε κόπο πολύ για να ψηλώσουν, πάλεψαν με τα ενάντιά τους στοιχειά μέχρι να ορθωθούν, μέχρις ότου γίνουν ικανά στην αντοχή, στη στέρηση, στις κακουχίες. Πέρασαν χρόνια πολλά, βαριά, μέχρις ότου γίνουν οι ώριμοι στυλοβάτες της γης, οι ακίνητοι προστάτες μας, που δίναν ανάσα στο μακάριο κόσμο μας.
Κι ήρθε κακιά στιγμή, χέρι φονικό, για να σβεστεί η ελπίδα, για να χαθεί η ζωή. αυτή που με τόσο κόπο κι ατέλειωτη υπομονή δημιουργήθηκε. Και τώρα, πωρπατούμε στην αυχμηρή γη που μας στοιχειώνει, και για το κακό θρηνούμε, αδύναμοι όντας μπρος του. Στο απέραντό του, μικροί-ελάχιστοι γινόμαστε, σερπετοί κι αλλότριοι. Θυμώνουμε για τούτο, οργιζόμαστε με τον άνθρωπο που λάθεψε, που χαύνα είδε τη ζωή κι αποστειρώθη.
Στη γη τούτη, ο θάνατος χάσκει παντού. Σκελετοί δένδρων και θάμνων, σκελετοί ζώων και πουλιών -αυτός είν' ο σκελετός, το κουφάρι της γης-, ρόχθοι και γογγυσμοί στοιχειώνουν τη ζωή. Το χώμα ξερό, ξερνάει καπνό και φοβέρα, σκιάζοντας τη ζήση.
Η Περσεφόνη γέρνει, τη γη τη στερνή αγκαλιάζει (έτσι την είδε ο Νίκος Γκάτσος, στον Εφιάλτη της), σαλεμένη από το βαρύ καημό. Η στάχτη, το σάβανο που καλύπτει το νεκρό σώμα της μαυροντυμένης γης, στέκει πάνω της υστερνά, σκεπάζοντάς την απαλά, ωσάν σινδόνη -γκροτέσκο στοιχείο λες, της ακροτελεύτιας πράξης, μιας δυνατής συγκινησιακής στιγμής έντασης, επαφής, αγάπης, πόνου ... Η τελευτή στιγμή! Φόβος της, μην το ανεμοτάραμα την πάρει και φανεί η γυμνότης!
Φτάσαμε λοιπόν στον τραγικό επίλογο. Φτάσαμε στο σημείο οπού, αναφερόμενοι στη φύση, μιλούμε πια σε παρελθόντα χρόνο. Η διά των αναμνήσεων επαναφορά της εικόνας της ή ο ευκτικός τρόπος αναφοράς της, δηλώνουν το αδιέξοδο. Δηλώνουν το άδηλο της καταστροφής..
Τώρα πια, όλα κείνα τα όμορφα που τη χαρακτήριζαν, φαντάζουν μακρυνά, αβέβαια στη σκέψη, θολά στην εικόνα. Η αγάπη για όσα φύγαν γίνεται αβάσταχτη, η ανάγκη για επαφή γίνεται επιτακτική. Ο ποιητής νοσταλγεί θρηνητικά για την έλλειψη της φύσης: «Να 'τανε τη σκιά τους να μου δίνανε / όταν κοντά τους θα διαβαίνω πάλι / σα μιαν αγάπη που κανείς δε μου 'δωσε / σα μια στοργή που μου 'λειψε μεγάλη» («Τα πεύκα» Λάμπρος Πορφύρας).
Κι η πληγωμένη γη, αυτή η μαυροφόρα που πατούμε, τι θα γενεί; Πολύ φοβούμαι ότι θα βιασθεί ανενδοίαστα από τους βάρβαρους τεχνοκράτες τού σήμερα. Θα γενεί τσιμέντο, θα γενεί άσφαλτος. Θα γενεί σκιά, θα γενεί φοβέρα. Το σκότος του πολιτισμού μας θα καλύψει το θαλερό, το υψηλό, το ευφρόσυνο, που πριν υπήρχε εκεί. Θα σβεστεί το όνειρο, θ' αποδιωχθεί η ελπίδα. Κι εμείς, ως μοιραίοι, ουτιδανοί κι ανήμποροι θα πεθαίνουμε ανύποπτα, σφαλερά, χωρίς να συνειδητοποιούμε την τραγικότητά μας. Οποία καταδίκη η ανάρμοστη φιλομηρία στο σκότος, στη σκωρία, στη θαμβότητα... Ποιο το ήθος στη μικρόνοια, στη φρεναπάτη, στην ενοχή, στη συνενοχή, στο άγος; Στα δύστηνα, στα φτενά και τρομώδη άνθρωπε καταπέφτεις, σε αυτά πνίγεσαι και με (για) αυτά (αργο)πεθαίνεις.
Όμως φτάνει πια, όχι άλλος θάνατος της ψυχής, όχι άλλη μακαριότητα, όχι άλλη άγνοια, όχι άλλος θάνατος. Ορθώσου…, το ανάστημά σου άνθρωπε ύψωσε και σάρωσε τα κάστρα, τις φυλακές του πολιτισμού σου...
Πένθησε για τη φύση άνθρωπε της θλιμμένης γης, κλάψε για το χαμό του δάσους. Θρήνησε, ξύπνησε, εξεγέρσου. Σκέψου, νοιώσε και... ορκίσου με τη φωνή της καρδιάς πως στο μέλλον δε θα επιτρέψεις να γενεί άλλο τέτοιο κακό, πως θα προστατέψεις το φυσικό αγαθό, πως θα γενείς δημιουργός ζωής, θα γίνεις φυτευτής. Θα το πονέσεις και θα το προστατεύσεις το δενδρί π' απέμεινε, κείνο που θα φυτέψεις. Θα το ποτίσεις με τα δάκρυα και τον ιδρώτα σου, θα το κοπρίσεις με τη φροντίδα και την περιποίησή σου, θα το ψηλώσεις με την ελπίδα σου.
Δε θα τ' αφήσεις, δε θα το αμελήσεις, δε θα το ξεχάσεις. Θα το κάμεις δυνατό, θα το κάμεις μέγα. Για να πάρεις -μέσα από τη δημιουργική προσπάθεια- τη δύναμή του, τη θέλησή του, το κουράγιο του, και να γενείς ορθός, ...για να συνεχίσεις. Χρειάζεται ανθρώπους τέτοιους η γη μας -ιδιαίτερα σήμερα-, ανθρώπους όλο καρδιά, όλο πνοή, όλο βλέμμα. Ανθρώπους-δημιουργούς, ανθρώπους-λειτουργούς, ανθρώπους-ποιητές.
Πήγαινε κει όπου κείται το δάσος της ψυχής σου και περπάτησε στο καβουρντισμένο χώμα. Άφησε το πόδι σου να μπει βαθιά στο παχύ στρώμα της στάχτης, άφησε να σε γδάρει το αιχμηρό κλαδί του καμένου δένδρου. Νοιώσε τον πόνο της γης στο σώμα σου, στην καρδιά σου..
Νοιώσε το θάνατο που κυριαρχεί. Νοιώσε τη στέρηση, τη ζωή που εχάθη. Νοιώσε το ρόγχο της φύσης στο ζώο που καίγεται και μαρτυρικά αργοπεθαίνει. Στο δένδρο το φλεγόμενο, που κοντανασαίνει βασανιστικά. Στο φοβισμένο κτύπο μιας ανεξερεύνητης καρδιάς, που δε ξέρεις που και τίνος είναι, μα τη νοιώθεις γύρω σου παντού, να σε στοιχειώνει.
Νοιώσε το θάνατο που διαμόρφωσες με ευθύνη σου, είτε με υπαιτιότητά σου, είτε με την αδιαφορία σου, και γίνε τώρα δημιουργός ζωής.Τη γη που μάτωσες, αυτήν ν' ασπαστείς. Να χύσεις το δάκρυ σου στο καυτερό της χώμα, να υποφέρεις από το θάνατο που ανασαίνει παντού.
Τότε θα νοιώσεις το βαρύ χρέος της δημιουργίας. Τότε θα καταλάβεις τι πα' να πει ζωή, τι εστί ελπίδα…
(από το βιβλίο του Α. Καπετάνιου “Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω…”, εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, Αθήνα 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!