«Εδώ ανθούσαν καρποφόρα δένδρα νερά κυλούσαν ως την παραλία κι ήταν ο τόπος ένα περιβόλι!Χρόνο το χρόνο φτάναν οι μπουλντόζες ξεκοίλιαζαν τη γη με τις δαγκάνες κι αναποδογυρίζανε τα δένδρα. Οι ρίζες τους στον ουρανό ριζώναν! Στους λάκκους φύτεψαν μπετοκολώνες:“Ενοικιάζονται δωμάτια, με θέα”!» («Χρονικό», Ιάκωβος Ψαρράς)
του Αντώνη Καπετάνιου*
Ο άνθρωπος σήμερα, ιδία ο Νεοέλληνας –ας τον στοχοποιήσουμε, όχι άδικα θαρρούμε...–, ως ολίγιστος και άγνωρος στο γύρω του καθώς είναι, υποβάλλει το σύστημα του κόσμου του στην ανισορροπία της ευτέλειας, σύμφωνα με την εκμεταλλευτική του λογική, υποβαθμίζοντάς το συνεχώς, χωρίς να διατηρεί τις θεμελιώδεις αξίες και ποιότητές του, και χωρίς, ως πλαστουργός και κτίστης, να δημιουργεί βάσει αυτών, ανάγοντάς τες ̇ κάτι που θα έδινε νόημα και προοπτική σε κείνο που προσδιορίζουμε ως ουσία της ύπαρξης. Ο σύγχρονος «Αρμαγεδδώνας», κατά την βιοτή της εξέλιξης, κάμνει τον άνθρωπο μικρόν, εν άθυρμα ̇ παρόλα ταύτα, εξουσιαστικό στον κόσμο του!
Η κρίση του ανθρώπου ως οντότητα επιφέρει την απώλεια του τόπου, δηλαδή της κατοικίας με την ευρύτερη έννοια, όπου ο άνθρωπος δραστηριοποιείται κι εκφράζεται –εξ ου κι ανέστιος είναι όποιος α(συ)ναίσθητα λειτουργεί...–, οδηγώντας τον κόσμο του σε περιβαλλοντική κρίση. Διότι, τόποι που προσβάλλουν το φυσικό οικοδόμημα, είναι μετέωροι/ξένοι με τον φύσει κόσμο, και αποσβένονται θνησιγενώς...
Η στάση ζωής του σύγχρονου Έλληνα προς το περιβάλλον του θ’ απογοήτευε τον ειλικρινή φιλέλληνα Πάτρικ Λη Φέρμορ, που το 1966 υποστήριζε: «Το τελευταίο από τα πανελλήνια χαρακτηριστικά, είναι ένας προσανατολισμός προς την αρετή, που μπορεί να έχει τις ρίζες του στα προτερήματα που εκτιμούσαν οι Αρχαίοι, είτε στην χριστιανική ηθική» [Fermor L. P., «Ρούμελη. Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα», μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009 (πρώτη έκδοση εις την αγγλικήν το έτος 1966), σελ. 193].
Δυστυχώς, ως σύγχρονοι απογοητεύουμε ακόμα κι εκείνους που καλόγνωμα μάς έβλεπαν, όπως τον Λη Φέρμορ, κι επιζητούσαν στη χώρα μας τον ελληνικό τρόπο του ζην, το ελληνικό πρότυπο ζωής, όπως καλλιεργήθηκε διά των αιώνων του ελληνικού βίου. Το φως που έλειπε από την Εσπερία, το έβρισκαν οι ξένοι στην Ελλάδα, αναζητώντας το στον τρόπο ζωής του Έλληνα, όπως διαμορφώνονταν μέσα από τη σχέση του με τα φυσικά στοιχεία.
Ένας ακόμα τέτοιος ξένος, που στέκονταν καλόγνωμα προς την Ελλάδα και την έβλεπε σύμφωνα με τις αξίες της, ήταν και ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, που σημείωνε στον «Κολοσσό του Μαρουσιού»: «Η ελληνική γη ανοίγει μπρος μου σα βιβλίο της Αποκάλυψης. Δεν τόξερα πως η γη έχει τόσα πολλά, περπατούσα με δεμένα τα μάτια, με διστακτικά, τρεμουλιάρικα βήματα, ήμουν περήφανος κι απόκοτος, μου έφτανε πως ζούσα μια ψεύτικια, περιορισμένη ζωή μέσα στην πόλη. Το φως στην Ελλάδα μού άνοιξε τα μάτια, μπήκε μέσα στους πόρους μου, ελευθέρωσε όλο μου το είναι. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το αληθινό νόημα της επανάστασης» [Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1965, σελ. 56].
Όπως και ο Γαλλοελβετός εμβληματικός αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ, που σημείωνε: «Γιατί ξοδεύει κανείς το χρόνο, το χρήμα, τις δυνάμεις τού ενθουσιασμού του, εξερευνώντας το έργο τόσων πανέμορφων επαρχιών μας, που δεν είναι παρά οι συνέπειες της πρωταρχικής αιτίας, και να αγνοεί την Ελλάδα; Υποστηρίζω ότι, κάθε άνθρωπος που αγαπά τη ζωή και αγωνιά για το αργό ναυάγιο της συνείδησης μέσα στη θύελλα της πρώτης μηχανοκρατίας, πρέπει να επιβιβάζεται στο πλοίο από τη Μασσαλία και να βάζει πλώρη για την Ελλάδα. Εκεί βρίσκεται η αφετηρία της Δύσης μας» («Point de Depart», Charles Edouard Jeanneret ‐ Le Corbusier).
Ιστορικά αν δούμε το ζήτημα, διαπιστώνουμε ότι, αρχικά η πρόοδος του ανθρώπου στηρίζονταν στην εξέλιξη του πολιτισμού, δηλαδή των υλικών και άυλων αγαθών, όπως «συνεργάζονταν» κατά τη σχέση του με τη γη, στα πλαίσια της δημιουργίας. Ειδικά στα χρόνια του Διαφωτισμού υπήρχε προσπάθεια για την τήρηση των ισορροπιών μεταξύ υλικού και άυλου, κάτι που σημαίνει ότι λειτουργούσε το κριτήριο ως αρχή για τις ενέργειες των ανθρώπων –που σήμερα μόλις, ω τι τραγικό, επιχειρείται να επανεισαχθεί η σημασία του κριτηρίου με τη βιώσιμη ανάπτυξη, για τη συνεξέλιξη πολιτισμού και φύσης! Στα κατοπινά χρόνια όμως, το υλικό υπερίσχυσε του φυσικού, για να φτάσουμε στις μέρες μας, η πρόοδος της ανθρωπότητας να νοείται ως αυστηρά οικονομική και να έχει υποκατασταθεί με αυτήν της ανάπτυξης.
Ο άνθρωπος έτσι, αν και παρών, δε συμμετέχει, δεν αισθάνεται, απέχει από το όλον. Λειτουργεί μηχανικά σ’ ένα τεχνοκρατικό σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης, εικόνων κι εντυπώσεων, ανέσεων και απολαύσεων, ύλης και μάζας. Σε αυτό το μοντέλο ζωής αισθάνεται κυρίαρχος, αλλά κατά βάσιν είναι αδύναμος κι απροστάτευτος, μικρός και ουτιδανός. Είναι τραγικός διότι δε λογίζεται ως οντότητα, αλλά ως στοιχείο παραγωγής.
Ο υπερ‐πολιτισμός του ανθρώπου τον έχει απομακρύνει από τη γη και τις αξίες της. Αποτέλεσμα τούτων είναι να μην προσλαμβάνει ο άνθρωπος τα γύρα, να μην αισθάνεται «το» και «τους» γύρω, ν’ αγνοεί την ουσία των πραγμάτων. Η κουλτούρα του (με την έννοια της απόκτησης παιδείας πολιτισμού) δεν του επιτρέπει να δει πέρα από κείνα που φαίνονται, από τα προσφερόμενα. Βλέπει τα ορατά, αλλά αγνοεί τα αισθητά, για τα οποία δε νοιώθει υποβολή, δε νοιώθει έλξη, δε νιώθει δέος. Το βιοπεριβάλλον τού είναι ξένο, περιττό ̇ δεν έχει λοιπόν κανέναν ενδοιασμό να το θίξει! Οι πράξεις του αποτελούν αποτέλεσμα αντίδρασης ή μηχανικής λειτουργίας, κι όχι αίσθησης των κοινών, πρόσληψης των υπαρκτών, προσπάθειας για δημιουργία κι απόκτηση ποιοτήτων ̇ οι πράξεις του αποτελούν απότοκο σκοπιμοτήτων (για την εξυπηρέτησή του) κι όχι δημιουργικής αντίληψης του κόσμου. Ο τόπος, ο ανθρωπογενής χώρος αν θέλετε, δε βιώνεται και μηχανικά γίνεται αντιληπτός, με φονξιοναλιστικά/τεχνοκρατικά κριτήρια και μόνον, κι όχι συμμετοχικά, όπως συνέβαινε παλαιότερα, όταν ζούνταν. Αυτή, εξάλλου, είναι και η ουσιώδης διαφορά του χθες με το σήμερα, ως προς την εννόηση και βίωση του τόπου, που οδηγεί τελικά στην απώλειά του.
Η κατάρα του έκπτωτου λες, κάμνει τον άνθρωπο ξένο στον κόσμο του, τον κάμνει ανέστιο σε αυτόν. Είναι ύβρις η ασέβεια προς το φυσικό/κοσμολογικό δημιούργημα, καταστρατήγηση των αρχών και των κανόνων της κατοίκησης, έκπτωση και απόταξη από τη δημιουργία. Διότι, όπως ορθά-ορθότατα λέγει ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ: «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κατοικείν, είναι το φείδεσθαι» (στο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», σελ. 35). Η πρόσληψη του φείδεσθαι ως αρχή, μας προσανατολίζει σε οικονομία πόρων, δηλαδή σε οικονομία δυνάμεων –αφού η δυνατότητα του ανθρώπου να παράξει, είναι δυνατή σε μεγάλο βαθμό, αλλά απαιτείται λογισμός στην πράξη του.
Όμως, πρωτίστως πρέπει να σκεφτούμε το δημιούργημα, τους δυνάμενους πόρους του, τη δυνατότητά του δηλαδή ν’ αντεπεξέρχεται στην ανθρώπινη ενέργεια χωρίς να υποβαθμίζεται. Πρέπει να λογίζουμε, το όριό του, να σκεφτόμαστε και να φιλοσοφούμε πάνω στο πράγμα ως προς τις συνέπειες της πράξης μας, κι όχι μόνο να υπολογίζουμε, διότι τότε –λειτουργώντας αυστηρά τεχνοκρατικά– μετρούμε τις αντοχές του συστήματός μας σύμφωνα με τις προσφορές του και το εξαντλούμε με την εκμετάλλευσή του. Πρέπει να το «μετρούμε» σε σχέση με τις δυνατότητές του, με τις ποιότητες και τις αξίες του, για να συνεχίζει ως δημιούργημα στην εξέλιξή του να υφίσταται.
Είναι χαρακτηριστική, σε σχέση με τα παραπάνω, η σκέψη (πάλι) του Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος λέγει: «Να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει να είναι πάνω στη γη ως θνητός: σημαίνει να κατοικεί». Το κτίζειν, δε, ως κατοικείν «εκδιπλώνεται προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο καλλιεργεί, συγκεκριμένα την ανάπτυξη –και προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο ανεγείρει κτίρια». Και το νόημα της κατοίκησης απορρέει από τη διαπίστωση ότι, «...κάθε κτίζειν είναι εν εαυτώ κατοικείν. Δεν κατοικούμε επειδή έχουμε κτίσει, αλλά κτίζουμε και έχουμε κτίσει, καθόσον κατοικούμε, δηλαδή είμαστε ως οι κατοικούντες. (...) Οι θνητοί κατοικούν, καθώς σώζουν τη γη (...) που σημαίνει: αφήνω κάτι ελεύθερο να εισέλθει στην καθαυτό (ιδιάζουσα, προσίδια) ουσία του» (στο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», σελ. 29, 33 & 39 αντίστοιχα).
Αποτέλεσμα της «αποστασιοποίησης» του ανθρώπου από τον περιβάλλοντα κόσμο του, είναι να μην αισθάνεται το περιβάλλον στ’ οποίο λειτουργεί, να μην «κατοικεί» (σ)τη φύση, να μην έχει σχέση με αυτήν, να μη δημιουργεί τόπους, να μην έχει «ρίζες» στη γη, να μην «ανήκει» κάπου... Διότι, έχει χαθεί η επαφή με τη γη, με τη φύση, με το περιβάλλον, με τα γύρω. Και τούτο είναι φοβερό, καθότι ο άνθρωπος περιβάλλεται από τον κόσμο του χωρίς να τον νοιώθει! Λες κι ασύνδετα υπάρχει, λες κι ασυναίσθητα λειτουργεί, σε κοινωνίες ανάγκης, ασυνείδητες, χωρίς ταυτότητα, φτιάχνοντας ασυνάρτητα κόσμους εφήμερους, εγωιστικούς, μηχανικούς. Η κρίση του κατοικείν, είναι κρίση του δημιουργείν, που οδηγεί στην απώλεια του τόπου, κι οφείλεται στην κρίση του ανθρώπου, που έπαψε να σκέπτεται και να ενεργεί ως δημιουργός –αντίστροφα αν προσδιορίζαμε τη συνθήκη τούτη, θα μιλούσαμε για «γέννηση» του τόπου διά του «κτίζειν».
Λέγει ως προς τούτα ο Νορβηγός συγγραφέας, αρχιτέκτων και θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Christian Norman‐Schulz: «Η περιβαλλοντική κρίση, σημαίνει κρίση της ανθρώπινης υπόστασης». Καθότι: «...η διαμόρφωση της ανθρώπινης ταυτότητας, γενικά εξαρτάται από την ανατροφή μας μέσα σ’ ένα περιβάλλον με τα ιδιαίτερα “χαρακτηριστικά” του γνωρίσματα». Καταλήγει δε σ’ αυτό, έχοντας πριν αναγνωρίσει την απώλεια του τόπου, που οδηγεί στη περιβαλλοντική κρίση: «Χάθηκε ο οικισμός ως ένας τόπος στη φύση, χάθηκαν οι “εστίες” της πόλης ως τόποι κοινωνικής ζωής, χάθηκε το κτήριο ως ένας μικρότερος τόπος με νόημα... (...) Τα περισσότερα σύγχρονα κτήρια μοιάζουν να υπάρχουν μέσα στο “πουθενά”. Δε σχετίζονται με το τοπίο, ούτε με ένα συνεκτικό αστικό σύνολο, αλλά ζουν την αφηρημένη ζωή τους σ’ ένα είδος μαθηματικού‐τεχνολογικού χώρου, όπου η διάκριση μεταξύ πάνω και κάτω (γης και ουρανού), είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η ίδια αίσθηση, του “πουθενά”, συναντάται και στα εσωτερικά των κατοικιών. Μια ουδέτερη, επίπεδη επιφάνεια έχει υποκαταστήσει τις αρθρωμένες οροφές του παρελθόντος, και το παράθυρο περιορίζεται σε μια τυποποιημένη συσκευή, που αφήνει να περάσει μια μετρήσιμη ποσότητα αέρα και φωτός. (...) Γενικά, χάνονται όλες οι ποιότητες, και μπορούμε να όντως να μιλάμε για μια “περιβαλλοντική κρίση”» (Norman‐Schulz Chr., «Genius loci: Το Πνεύμα του Τόπου. Για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής», επιστημονική επιμέλεια: Αναστασία Πεχλιβαδίνου‐Λιακατά, μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009, σελ. 205).
Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο ταξίδι του στο Άγιον Όρος με τον Άγγελο Σικελιανό, αναθεωρεί ως προς τα νοούμενα συναισθανόμενος το μεγαλείο της φύσης μέσα από τη μικροχαρά της πρόσληψης μιας ανθισμένης αμυγδαλιάς, η οποία ανάγεται στην αίσθησή του ως βασικό στοιχείο για το ευ της ζωής. Λέγει σχετικά:
«Σαράντα μέρες περιδιαβάζαμε το Άγιον Όρος, κι όταν, τελεύοντας πια τον κύκλο, ξαναγυρίζαμε, παραμονή Χριστούγεννα, στη Δάφνη να φύγουμε, το πιο απροσδόκητο, το πιο αποφασιστικό θάμα μάς περίμενε: μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σ’ ένα φτωχικό περβολάκι, μια μυγδαλιά ανθισμένη!
Άρπαξα το φίλο μου από το μπράτσο, του ‘δειξα το ανθισμένο δέντρο.
–Τυραννούσαν την καρδιά μας, Άγγελε, είπα, σε όλο μας ετούτο το προσκύνημα, πολλά και πολύπλοκα ρωτήματα ̇ και τώρα, να η απάντηση!
Ο φίλος μου κάρφωσε το γαλάζιο μάτι του απάνω στην ανθισμένη μυγδαλιά ̇ έκαμε το σταυρό του, σαν να προσκυνούσε άγιο ̇ θαματουργό κόνισμα, και κάμποση ώρα έμεινε άλαλος. Κι ύστερα, αργά:
–Ένα τραγούδι, είπε, ανεβαίνει στα χείλια μου ̇ ένα πολύ μικρό τραγούδι, ένα χαϊκάι.
Κοίταξε πάλι τη μυγδαλιά:
–Είπα στη μυγδαλιά: “Αδελφή, μίλησέ μου για το Θεό”. Κι η μυγδαλιά άνθισε».
Το δωμάτιο ως τόπος που εξυπηρετεί το κατοικείν προκύπτει από την πράξη και την αύρα του ανθρώπου σε αυτό, κατά το γίγνεσθαι. Τα στοιχεία του λογίζονται στη βάση της προσφοράς στο όλον.
Το δωμάτιο ανήκει στην οικία κι αυτή στην πόλη (την κοινότητα). Η εφαρμογή της αρχής αυτής επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος εκφράζεται εν τω όλω, καθώς κι όταν τα στοιχεία της φύσης «συνομιλούν» σε μια συμμετοχική πράξη ζωής του ανθρώπου με το γύρω. Δέστε το τούτο στα λόγια του Χάιντεγκερ, ο οποίος αναφέρεται σ’ έναν ελληνικό ναό: «Το στίλβωμα και η λάμψη της πέτρας, αν και αυτή φαινομενικά αστράφτει μόνο χάρη στον ήλιο, αποκαλύπτει ωστόσο πρώτη στο φως, το φως της ημέρας, το εύρος του ουρανού, το σκοτάδι της νύχτας» (στο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», σελ. 59).
Κατά βάσιν τούτο συμβαίνει: Ο άνθρωπος, με τα τεχνικά έργα του και τις ενέργειες διοργανισμού του φυσικού «άμορφου» χώρου, διαμορφώνει την τάξη που νομίζει ότι αρμόζει, και που τον εξυπηρετεί στη ζωή του. Η τάξη αυτή αποτελεί την αρνητική εντροπία του συστήματος της ζωής, αφού τούτο υπόκειται σε έντονες και φορές μη αναστρέψιμες διεργασίες, που, για να μπορεί ως φυσικό σύστημα να τις δεχτεί, θα πρέπει οι ενέργειες ν’ ακολουθούν τους νόμους της φύσης, προασαρμοσμένες στην ανάγκη ή το μέτρο του ανθρώπου. Οι αλλαγές που επέρχονται με την ανθρώπινη ενέργεια –ότι προσδιορίζουμε ως νέα φύση, ως μεταλλαγή κ.ά.–, γίνονται θετικά αποδεκτές εάν δημιουργούν ολότητες (με την ουσιαστική σημασία της έννοιας, που εμπερικλείει την πληρότητα και την ισορροπία), εάν δημιουργούν/συντηρούν τόπους κι ακολουθούν τη φυσική νομοτέλεια.
Η διά του χρόνου συνεχής κι επαυξανόμενη χαώδης αταξία, που εκλαμβάνεται ως ασκήμια, ως υπερβολή, ως αναρχία, ως αποδιοργάνωση ή διαταραχή, δημιουργεί αστάθεια και τελικά κατάρρευση του ανθρώπινου οικοδομήματος –και του φυσικού εννοείται, στη γενικότερη θεώρησή του, με τον άνθρωπο εν αυτώ, στη βάση εννόησης της ανθρωπογενούς φύσης–, λόγω της μη εναρμόνισής του με τους αέναους φυσικούς νόμους και κανόνες, που θα του έδιδαν τη δυνατότητα (τη δυναμική) της προσαρμογής, της θεραπείας, της αποκατάστασης, της συνέχειας. Η αυτο‐οργάνωση του συστήματος της ζωής επέρχεται διά της ανθρώπινης πράξης, κι όχι διά της ανατροπής ή της αποχής του ανθρώπου από το όλον.
Από την άλλη πλευρά, η φυσική τάξη στο χώρο, που εκλαμβάνεται ως το «άμορφο» και προκύπτει από την εγγενή, τη θετική, εντροπία του συστήματος, εξυπηρετεί την αναγέννηση και τη συνέχειά του, όμως λείπει η δυναμική της έξωθεν επέμβασης, που εναλλαγή, (πολυ)ποικιλότητα κι ανανέωση χαρίζει, και δημιουργεί εξέλιξη. Η κατάσταση αυτή δίδει στο σύστημα χαρακτηριστικά οικολογικής σταθερότητας (προσπάθεια δημιουργίας κοινωνίας climax), ακριβώς επειδή η δυναμική του ακολουθεί τους κανόνες της προκαθορισμένης βραδείας φυσικής εξέλιξής του.
Ο άνθρωπος συνεπώς, για χάρη του εφικτού που δεν προσβάλλει και της δυνατότητας διά της ενέργειάς του να δημιουργεί ισορροπίες, λειτουργώντας στα πλαίσια της εντροπίας του συστήματος ζωής, οφείλει να δημιουργεί φύση ζωής όταν αυτή απόλλυται, ή να τη συντηρεί, να τη βελτιώνει και να την αυξάνει, στα πλαίσια της δυναμικής της, προσαρμόζοντας/εντάσσοντας τα έργα του στη λογική της φυσικής συνέπειας, που θέλει τον άνθρωπο –καθότι ον της φύσης ο ίδιος...– να δρα στο φυσικό χώρο χωρίς να χαλνά και ν’ ασχημονεί, χωρίς να υποβαθμίζει και να καταστρέφει –και πάντως, όταν συμβαίνει αυτό (όχι κατά σύστημα, αλλά κατ’ ανάγκη), να έχει τη δυνατότητα να θεραπεύει.