22.8.24

Η κρίση του ανθρώπου και η απώλεια του τόπου!


«Εδώ ανθούσαν καρποφόρα δένδρα νερά κυλούσαν ως την παραλία κι ήταν ο τόπος ένα περιβόλι!Χρόνο το χρόνο φτάναν οι μπουλντόζες ξεκοίλιαζαν τη γη με τις δαγκάνες κι αναποδογυρίζανε τα δένδρα. Οι ρίζες τους στον ουρανό ριζώναν! Στους λάκκους φύτεψαν μπετοκολώνες:“Ενοικιάζονται δωμάτια, με θέα”!»
(«Χρονικό», Ιάκωβος Ψαρράς)

του Αντώνη Καπετάνιου*

Ο άνθρωπος σήμερα, ιδία ο Νεοέλληνας –ας τον στοχοποιήσουμε, όχι άδικα θαρρούμε...–, ως ολίγιστος και άγνωρος στο γύρω του καθώς είναι, υποβάλλει το σύστημα του κόσμου του στην ανισορροπία της ευτέλειας, σύμφωνα με την εκμεταλλευτική του λογική, υποβαθμίζοντάς το συνεχώς, χωρίς να διατηρεί τις θεμελιώδεις αξίες και ποιότητές του, και χωρίς, ως πλαστουργός και κτίστης, να δημιουργεί βάσει αυτών, ανάγοντάς τες ̇ κάτι που θα έδινε νόημα και προοπτική σε κείνο που προσδιορίζουμε ως ουσία της ύπαρξης. Ο σύγχρονος «Αρμαγεδδώνας», κατά την βιοτή της εξέλιξης, κάμνει τον άνθρωπο μικρόν, εν άθυρμα ̇ παρόλα ταύτα, εξουσιαστικό στον κόσμο του!

Η κρίση του ανθρώπου ως οντότητα επιφέρει την απώλεια του τόπου, δηλαδή της κατοικίας με την ευρύτερη έννοια, όπου ο άνθρωπος δραστηριοποιείται κι εκφράζεται –εξ ου κι ανέστιος είναι όποιος α(συ)ναίσθητα λειτουργεί...–, οδηγώντας τον κόσμο του σε περιβαλλοντική κρίση. Διότι, τόποι που προσβάλλουν το φυσικό οικοδόμημα, είναι μετέωροι/ξένοι με τον φύσει κόσμο, και αποσβένονται θνησιγενώς...

Η στάση ζωής του σύγχρονου Έλληνα προς το περιβάλλον του θ’ απογοήτευε τον ειλικρινή φιλέλληνα Πάτρικ Λη Φέρμορ, που το 1966 υποστήριζε: «Το τελευταίο από τα πανελλήνια χαρακτηριστικά, είναι ένας προσανατολισμός προς την αρετή, που μπορεί να έχει τις ρίζες του στα προτερήματα που εκτιμούσαν οι Αρχαίοι, είτε στην χριστιανική ηθική» [Fermor L. P., «Ρούμελη. Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα», μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009 (πρώτη έκδοση εις την αγγλικήν το έτος 1966), σελ. 193].

Δυστυχώς, ως σύγχρονοι απογοητεύουμε ακόμα κι εκείνους που καλόγνωμα μάς έβλεπαν, όπως τον Λη Φέρμορ, κι επιζητούσαν στη χώρα μας τον ελληνικό τρόπο του ζην, το ελληνικό πρότυπο ζωής, όπως καλλιεργήθηκε διά των αιώνων του ελληνικού βίου. Το φως που έλειπε από την Εσπερία, το έβρισκαν οι ξένοι στην Ελλάδα, αναζητώντας το στον τρόπο ζωής του Έλληνα, όπως διαμορφώνονταν μέσα από τη σχέση του με τα φυσικά στοιχεία.

Ένας ακόμα τέτοιος ξένος, που στέκονταν καλόγνωμα προς την Ελλάδα και την έβλεπε σύμφωνα με τις αξίες της, ήταν και ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, που σημείωνε στον «Κολοσσό του Μαρουσιού»: «Η ελληνική γη ανοίγει μπρος μου σα βιβλίο της Αποκάλυψης. Δεν τόξερα πως η γη έχει τόσα πολλά, περπατούσα με δεμένα τα μάτια, με διστακτικά, τρεμουλιάρικα βήματα, ήμουν περήφανος κι απόκοτος, μου έφτανε πως ζούσα μια ψεύτικια, περιορισμένη ζωή μέσα στην πόλη. Το φως στην Ελλάδα μού άνοιξε τα μάτια, μπήκε μέσα στους πόρους μου, ελευθέρωσε όλο μου το είναι. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το αληθινό νόημα της επανάστασης» [Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1965, σελ. 56].

Όπως και ο Γαλλοελβετός εμβληματικός αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ, που σημείωνε: «Γιατί ξοδεύει κανείς το χρόνο, το χρήμα, τις δυνάμεις τού ενθουσιασμού του, εξερευνώντας το έργο τόσων πανέμορφων επαρχιών μας, που δεν είναι παρά οι συνέπειες της πρωταρχικής αιτίας, και να αγνοεί την Ελλάδα; Υποστηρίζω ότι, κάθε άνθρωπος που αγαπά τη ζωή και αγωνιά για το αργό ναυάγιο της συνείδησης μέσα στη θύελλα της πρώτης μηχανοκρατίας, πρέπει να επιβιβάζεται στο πλοίο από τη Μασσαλία και να βάζει πλώρη για την Ελλάδα. Εκεί βρίσκεται η αφετηρία της Δύσης μας» («Point de Depart», Charles Edouard Jeanneret ‐ Le Corbusier).

Ιστορικά αν δούμε το ζήτημα, διαπιστώνουμε ότι, αρχικά η πρόοδος του ανθρώπου στηρίζονταν στην εξέλιξη του πολιτισμού, δηλαδή των υλικών και άυλων αγαθών, όπως «συνεργάζονταν» κατά τη σχέση του με τη γη, στα πλαίσια της δημιουργίας. Ειδικά στα χρόνια του Διαφωτισμού υπήρχε προσπάθεια για την τήρηση των ισορροπιών μεταξύ υλικού και άυλου, κάτι που σημαίνει ότι λειτουργούσε το κριτήριο ως αρχή για τις ενέργειες των ανθρώπων –που σήμερα μόλις, ω τι τραγικό, επιχειρείται να επανεισαχθεί η σημασία του κριτηρίου με τη βιώσιμη ανάπτυξη, για τη συνεξέλιξη πολιτισμού και φύσης! Στα κατοπινά χρόνια όμως, το υλικό υπερίσχυσε του φυσικού, για να φτάσουμε στις μέρες μας, η πρόοδος της ανθρωπότητας να νοείται ως αυστηρά οικονομική και να έχει υποκατασταθεί με αυτήν της ανάπτυξης.

Ο άνθρωπος έτσι, αν και παρών, δε συμμετέχει, δεν αισθάνεται, απέχει από το όλον. Λειτουργεί μηχανικά σ’ ένα τεχνοκρατικό σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης, εικόνων κι εντυπώσεων, ανέσεων και απολαύσεων, ύλης και μάζας. Σε αυτό το μοντέλο ζωής αισθάνεται κυρίαρχος, αλλά κατά βάσιν είναι αδύναμος κι απροστάτευτος, μικρός και ουτιδανός. Είναι τραγικός διότι δε λογίζεται ως οντότητα, αλλά ως στοιχείο παραγωγής.

Ο υπερ‐πολιτισμός του ανθρώπου τον έχει απομακρύνει από τη γη και τις αξίες της. Αποτέλεσμα τούτων είναι να μην προσλαμβάνει ο άνθρωπος τα γύρα, να μην αισθάνεται «το» και «τους» γύρω, ν’ αγνοεί την ουσία των πραγμάτων. Η κουλτούρα του (με την έννοια της απόκτησης παιδείας πολιτισμού) δεν του επιτρέπει να δει πέρα από κείνα που φαίνονται, από τα προσφερόμενα. Βλέπει τα ορατά, αλλά αγνοεί τα αισθητά, για τα οποία δε νοιώθει υποβολή, δε νοιώθει έλξη, δε νιώθει δέος. Το βιοπεριβάλλον τού είναι ξένο, περιττό ̇ δεν έχει λοιπόν κανέναν ενδοιασμό να το θίξει! Οι πράξεις του αποτελούν αποτέλεσμα αντίδρασης ή μηχανικής λειτουργίας, κι όχι αίσθησης των κοινών, πρόσληψης των υπαρκτών, προσπάθειας για δημιουργία κι απόκτηση ποιοτήτων ̇ οι πράξεις του αποτελούν απότοκο σκοπιμοτήτων (για την εξυπηρέτησή του) κι όχι δημιουργικής αντίληψης του κόσμου. Ο τόπος, ο ανθρωπογενής χώρος αν θέλετε, δε βιώνεται και μηχανικά γίνεται αντιληπτός, με φονξιοναλιστικά/τεχνοκρατικά κριτήρια και μόνον, κι όχι συμμετοχικά, όπως συνέβαινε παλαιότερα, όταν ζούνταν. Αυτή, εξάλλου, είναι και η ουσιώδης διαφορά του χθες με το σήμερα, ως προς την εννόηση και βίωση του τόπου, που οδηγεί τελικά στην απώλειά του.

Η κατάρα του έκπτωτου λες, κάμνει τον άνθρωπο ξένο στον κόσμο του, τον κάμνει ανέστιο σε αυτόν. Είναι ύβρις η ασέβεια προς το φυσικό/κοσμολογικό δημιούργημα, καταστρατήγηση των αρχών και των κανόνων της κατοίκησης, έκπτωση και απόταξη από τη δημιουργία. Διότι, όπως ορθά-ορθότατα λέγει ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ: «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κατοικείν, είναι το φείδεσθαι» (στο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», σελ. 35). Η πρόσληψη του φείδεσθαι ως αρχή, μας προσανατολίζει σε οικονομία πόρων, δηλαδή σε οικονομία δυνάμεων –αφού η δυνατότητα του ανθρώπου να παράξει, είναι δυνατή σε μεγάλο βαθμό, αλλά απαιτείται λογισμός στην πράξη του.
Όμως, πρωτίστως πρέπει να σκεφτούμε το δημιούργημα, τους δυνάμενους πόρους του, τη δυνατότητά του δηλαδή ν’ αντεπεξέρχεται στην ανθρώπινη ενέργεια χωρίς να υποβαθμίζεται. Πρέπει να λογίζουμε, το όριό του, να σκεφτόμαστε και να φιλοσοφούμε πάνω στο πράγμα ως προς τις συνέπειες της πράξης μας, κι όχι μόνο να υπολογίζουμε, διότι τότε –λειτουργώντας αυστηρά τεχνοκρατικά– μετρούμε τις αντοχές του συστήματός μας σύμφωνα με τις προσφορές του και το εξαντλούμε με την εκμετάλλευσή του. Πρέπει να το «μετρούμε» σε σχέση με τις δυνατότητές του, με τις ποιότητες και τις αξίες του, για να συνεχίζει ως δημιούργημα στην εξέλιξή του να υφίσταται.

Είναι χαρακτηριστική, σε σχέση με τα παραπάνω, η σκέψη (πάλι) του Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος λέγει: «Να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει να είναι πάνω στη γη ως θνητός: σημαίνει να κατοικεί». Το κτίζειν, δε, ως κατοικείν «εκδιπλώνεται προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο καλλιεργεί, συγκεκριμένα την ανάπτυξη –και προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο ανεγείρει κτίρια». Και το νόημα της κατοίκησης απορρέει από τη διαπίστωση ότι, «...κάθε κτίζειν είναι εν εαυτώ κατοικείν. Δεν κατοικούμε επειδή έχουμε κτίσει, αλλά κτίζουμε και έχουμε κτίσει, καθόσον κατοικούμε, δηλαδή είμαστε ως οι κατοικούντες. (...) Οι θνητοί κατοικούν, καθώς σώζουν τη γη (...) που σημαίνει: αφήνω κάτι ελεύθερο να εισέλθει στην καθαυτό (ιδιάζουσα, προσίδια) ουσία του» (στο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», σελ. 29, 33 & 39 αντίστοιχα).

Αποτέλεσμα της «αποστασιοποίησης» του ανθρώπου από τον περιβάλλοντα κόσμο του, είναι να μην αισθάνεται το περιβάλλον στ’ οποίο λειτουργεί, να μην «κατοικεί» (σ)τη φύση, να μην έχει σχέση με αυτήν, να μη δημιουργεί τόπους, να μην έχει «ρίζες» στη γη, να μην «ανήκει» κάπου... Διότι, έχει χαθεί η επαφή με τη γη, με τη φύση, με το περιβάλλον, με τα γύρω. Και τούτο είναι φοβερό, καθότι ο άνθρωπος περιβάλλεται από τον κόσμο του χωρίς να τον νοιώθει! Λες κι ασύνδετα υπάρχει, λες κι ασυναίσθητα λειτουργεί, σε κοινωνίες ανάγκης, ασυνείδητες, χωρίς ταυτότητα, φτιάχνοντας ασυνάρτητα κόσμους εφήμερους, εγωιστικούς, μηχανικούς. Η κρίση του κατοικείν, είναι κρίση του δημιουργείν, που οδηγεί στην απώλεια του τόπου, κι οφείλεται στην κρίση του ανθρώπου, που έπαψε να σκέπτεται και να ενεργεί ως δημιουργός –αντίστροφα αν προσδιορίζαμε τη συνθήκη τούτη, θα μιλούσαμε για «γέννηση» του τόπου διά του «κτίζειν».

Λέγει ως προς τούτα ο Νορβηγός συγγραφέας, αρχιτέκτων και θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Christian Norman‐Schulz: «Η περιβαλλοντική κρίση, σημαίνει κρίση της ανθρώπινης υπόστασης». Καθότι: «...η διαμόρφωση της ανθρώπινης ταυτότητας, γενικά εξαρτάται από την ανατροφή μας μέσα σ’ ένα περιβάλλον με τα ιδιαίτερα “χαρακτηριστικά” του γνωρίσματα». Καταλήγει δε σ’ αυτό, έχοντας πριν αναγνωρίσει την απώλεια του τόπου, που οδηγεί στη περιβαλλοντική κρίση: «Χάθηκε ο οικισμός ως ένας τόπος στη φύση, χάθηκαν οι “εστίες” της πόλης ως τόποι κοινωνικής ζωής, χάθηκε το κτήριο ως ένας μικρότερος τόπος με νόημα... (...) Τα περισσότερα σύγχρονα κτήρια μοιάζουν να υπάρχουν μέσα στο “πουθενά”. Δε σχετίζονται με το τοπίο, ούτε με ένα συνεκτικό αστικό σύνολο, αλλά ζουν την αφηρημένη ζωή τους σ’ ένα είδος μαθηματικού‐τεχνολογικού χώρου, όπου η διάκριση μεταξύ πάνω και κάτω (γης και ουρανού), είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η ίδια αίσθηση, του “πουθενά”, συναντάται και στα εσωτερικά των κατοικιών. Μια ουδέτερη, επίπεδη επιφάνεια έχει υποκαταστήσει τις αρθρωμένες οροφές του παρελθόντος, και το παράθυρο περιορίζεται σε μια τυποποιημένη συσκευή, που αφήνει να περάσει μια μετρήσιμη ποσότητα αέρα και φωτός. (...) Γενικά, χάνονται όλες οι ποιότητες, και μπορούμε να όντως να μιλάμε για μια “περιβαλλοντική κρίση”» (Norman‐Schulz Chr., «Genius loci: Το Πνεύμα του Τόπου. Για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής», επιστημονική επιμέλεια: Αναστασία Πεχλιβαδίνου‐Λιακατά, μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009, σελ. 205).

Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο ταξίδι του στο Άγιον Όρος με τον Άγγελο Σικελιανό, αναθεωρεί ως προς τα νοούμενα συναισθανόμενος το μεγαλείο της φύσης μέσα από τη μικροχαρά της πρόσληψης μιας ανθισμένης αμυγδαλιάς, η οποία ανάγεται στην αίσθησή του ως βασικό στοιχείο για το ευ της ζωής. Λέγει σχετικά:
«Σαράντα μέρες περιδιαβάζαμε το Άγιον Όρος, κι όταν, τελεύοντας πια τον κύκλο, ξαναγυρίζαμε, παραμονή Χριστούγεννα, στη Δάφνη να φύγουμε, το πιο απροσδόκητο, το πιο αποφασιστικό θάμα μάς περίμενε: μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σ’ ένα φτωχικό περβολάκι, μια μυγδαλιά ανθισμένη!
Άρπαξα το φίλο μου από το μπράτσο, του ‘δειξα το ανθισμένο δέντρο.
–Τυραννούσαν την καρδιά μας, Άγγελε, είπα, σε όλο μας ετούτο το προσκύνημα, πολλά και πολύπλοκα ρωτήματα ̇ και τώρα, να η απάντηση!
Ο φίλος μου κάρφωσε το γαλάζιο μάτι του απάνω στην ανθισμένη μυγδαλιά ̇ έκαμε το σταυρό του, σαν να προσκυνούσε άγιο ̇ θαματουργό κόνισμα, και κάμποση ώρα έμεινε άλαλος. Κι ύστερα, αργά:
–Ένα τραγούδι, είπε, ανεβαίνει στα χείλια μου ̇ ένα πολύ μικρό τραγούδι, ένα χαϊκάι.
Κοίταξε πάλι τη μυγδαλιά:
–Είπα στη μυγδαλιά: “Αδελφή, μίλησέ μου για το Θεό”. Κι η μυγδαλιά άνθισε».

Το δωμάτιο ως τόπος που εξυπηρετεί το κατοικείν προκύπτει από την πράξη και την αύρα του ανθρώπου σε αυτό, κατά το γίγνεσθαι. Τα στοιχεία του λογίζονται στη βάση της προσφοράς στο όλον. 
Το δωμάτιο ανήκει στην οικία κι αυτή στην πόλη (την κοινότητα). Η εφαρμογή της αρχής αυτής επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος εκφράζεται εν τω όλω, καθώς κι όταν τα στοιχεία της φύσης «συνομιλούν» σε μια συμμετοχική πράξη ζωής του ανθρώπου με το γύρω. Δέστε το τούτο στα λόγια του Χάιντεγκερ, ο οποίος αναφέρεται σ’ έναν ελληνικό ναό: «Το στίλβωμα και η λάμψη της πέτρας, αν και αυτή φαινομενικά αστράφτει μόνο χάρη στον ήλιο, αποκαλύπτει ωστόσο πρώτη στο φως, το φως της ημέρας, το εύρος του ουρανού, το σκοτάδι της νύχτας» (στο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», σελ. 59).

Κατά βάσιν τούτο συμβαίνει: Ο άνθρωπος, με τα τεχνικά έργα του και τις ενέργειες διοργανισμού του φυσικού «άμορφου» χώρου, διαμορφώνει την τάξη που νομίζει ότι αρμόζει, και που τον εξυπηρετεί στη ζωή του. Η τάξη αυτή αποτελεί την αρνητική εντροπία του συστήματος της ζωής, αφού τούτο υπόκειται σε έντονες και φορές μη αναστρέψιμες διεργασίες, που, για να μπορεί ως φυσικό σύστημα να τις δεχτεί, θα πρέπει οι ενέργειες ν’ ακολουθούν τους νόμους της φύσης, προασαρμοσμένες στην ανάγκη ή το μέτρο του ανθρώπου. Οι αλλαγές που επέρχονται με την ανθρώπινη ενέργεια –ότι προσδιορίζουμε ως νέα φύση, ως μεταλλαγή κ.ά.–, γίνονται θετικά αποδεκτές εάν δημιουργούν ολότητες (με την ουσιαστική σημασία της έννοιας, που εμπερικλείει την πληρότητα και την ισορροπία), εάν δημιουργούν/συντηρούν τόπους κι ακολουθούν τη φυσική νομοτέλεια.
Η διά του χρόνου συνεχής κι επαυξανόμενη χαώδης αταξία, που εκλαμβάνεται ως ασκήμια, ως υπερβολή, ως αναρχία, ως αποδιοργάνωση ή διαταραχή, δημιουργεί αστάθεια και τελικά κατάρρευση του ανθρώπινου οικοδομήματος –και του φυσικού εννοείται, στη γενικότερη θεώρησή του, με τον άνθρωπο εν αυτώ, στη βάση εννόησης της ανθρωπογενούς φύσης–, λόγω της μη εναρμόνισής του με τους αέναους φυσικούς νόμους και κανόνες, που θα του έδιδαν τη δυνατότητα (τη δυναμική) της προσαρμογής, της θεραπείας, της αποκατάστασης, της συνέχειας. Η αυτο‐οργάνωση του συστήματος της ζωής επέρχεται διά της ανθρώπινης πράξης, κι όχι διά της ανατροπής ή της αποχής του ανθρώπου από το όλον.

Από την άλλη πλευρά, η φυσική τάξη στο χώρο, που εκλαμβάνεται ως το «άμορφο» και προκύπτει από την εγγενή, τη θετική, εντροπία του συστήματος, εξυπηρετεί την αναγέννηση και τη συνέχειά του, όμως λείπει η δυναμική της έξωθεν επέμβασης, που εναλλαγή, (πολυ)ποικιλότητα κι ανανέωση χαρίζει, και δημιουργεί εξέλιξη. Η κατάσταση αυτή δίδει στο σύστημα χαρακτηριστικά οικολογικής σταθερότητας (προσπάθεια δημιουργίας κοινωνίας climax), ακριβώς επειδή η δυναμική του ακολουθεί τους κανόνες της προκαθορισμένης βραδείας φυσικής εξέλιξής του.

Ο άνθρωπος συνεπώς, για χάρη του εφικτού που δεν προσβάλλει και της δυνατότητας διά της ενέργειάς του να δημιουργεί ισορροπίες, λειτουργώντας στα πλαίσια της εντροπίας του συστήματος ζωής, οφείλει να δημιουργεί φύση ζωής όταν αυτή απόλλυται, ή να τη συντηρεί, να τη βελτιώνει και να την αυξάνει, στα πλαίσια της δυναμικής της, προσαρμόζοντας/εντάσσοντας τα έργα του στη λογική της φυσικής συνέπειας, που θέλει τον άνθρωπο –καθότι ον της φύσης ο ίδιος...– να δρα στο φυσικό χώρο χωρίς να χαλνά και ν’ ασχημονεί, χωρίς να υποβαθμίζει και να καταστρέφει –και πάντως, όταν συμβαίνει αυτό (όχι κατά σύστημα, αλλά κατ’ ανάγκη), να έχει τη δυνατότητα να θεραπεύει.

*από το βιβλίο του «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012).

5.6.24

5/6/2024: Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος




«Κύριε, Μη μου λογαριάσεις που αγάπησα τη Γη
περισσότερο από τους ουρανούς,
μη μου λογαριάσεις που η ψυχή μου
είναι βαριά από τη συνείδηση της Γης…»
(«Το τραγούδι της Γης», Στρατής Μυριβήλης)


Η ΕΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΕΓΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΗ
Ο άνθρωπος, πολίτης της γης
«Αυτός λοιπόν ο Κόσμος πάει να γίνει Ωραίος
ο άπειρα ωραίος, ο άφταστος, ο απαράμιλλος,
άριστος των δυνατών Κόσμων,
όλων των δυνατών Κόσμων, των ενδεχόμενων, των πιθανών,
που θα μπορούσαν να γίνουν μ’ ένα “γενηθήτω”
και δεν έγιναν,
έμειναν πίσω από τη δυνατότητά τους,
ξεπεράστηκαν».
(«Το περιστέρι και τα Επτά Αναστάσιμα Θαύματα», Γιώργος Θέμελης)


Μικρές του ανθρώπου εποχές. Μικρές του κόσμου προσμονές. Μικρές της ζήσης αντοχές. Εγκλωβισμένος θαρρείς στο τέλμα του ο άνθρωπος, ένα τέλμα που ο ίδιος δημιούργησε για να άγει, αφήνεται να δεινοπαθεί στις πλάνες του, βαυκαλιζόμενος με την εφήμερη ευτυχία της απόλαυσης των ελαφρών της ζήσης˙ που –αλί!– ανεπαισθήτως τον βαραίνουν και τον ακινητούν. Παράλληλα, σισύφειοι μόχθοι και επίμοχθοι κόποι κρατούν σφαληχτό το βίο˙ δεν τον αφήνουν ν’ απλωθεί, να πράξει, να παράξει , να δώσει . Μα τούτο κατ ’ ουσίαν συμβαίνει: στη νυξ του βίου του ο άνθρωπος παραδέρνει, αναλισκόμενος στα μικρά της ύλης, που τον αποσκληρούν και τον καταστέλλουν. Τη γη χρησιμοποιεί εκμεταλλευτικά για να εκπληρώσει το άγονο πολιτισμικό του ιδεώδες στα πλαίσια της νεοζωής, το ιδεώδες της ευμάρειας και της παραθεωρημένης ευζωίας, μη λογίζοντας μολοντούτο τις αντοχές της.


Ξένος με το περιβάλλον του ο άνθρωπος, με τον κόσμο του, με την ύπαρξή του, δεν (επι)κοινωνεί με τη γη (με τη «μάνα», τη γεννήτορά του) και δεν «ποιεί ζωή». Οι πανανθρώπινες αξίες αγνοούνται, το ίδιο και οι κλασικές ελληνικές αρετές –του μέτρου, της λιτότητας, της δικαιοσύνης , της ευδαιμονίας, της ευσέβειας, της ελευθερίας, της αιδούς , της άμιλλας , της φιλίας , του έρωτα , της συμπόνιας (του ελέους), της αυτάρκειας, της εργασίας (για το ευ ζην), της ευγένειας, της ισονομίας και της ισοπολιτείας, της αξιοκρατίας, της ουσιαστικής και βαθιάς παιδείας, της καλοκαγαθίας, της φρόνησης, της ευβουλίας, της σοφίας, της φιλοσοφίας, της ομορφιάς, της αισθητικής. Τ’ αρχέτυπα, ξένα με τα σύμβολα της νεοζωής, δε συγκινούν και ανέγνωστα χάνονται.


Μπρος στον «Αρμαγεδδώνα» της εξέλιξής του ο άνθρωπος οφείλει να δει την Αποκάλυψη της ζωής του, όπως με την απομείωσή του ως οντότητα τού φανερώνεται, και να στραφεί στα πηγαία που έθιξε και τ’ απόδιωξε από το κοινωνικό του γίγνεσθαι , από το «επί» και «περί» του, επαναπροσδιορίζοντας τη ζωή του. Η νοιάξη της γης και η επιστροφή του στο αξιακό της σύστημα, είναι βασικό απαιτούμενο για την επιτέλεση της πράξης της ζωής δημιουργικά, αφού από τη γη, από τη φύση, ξεκινούν όλα˙ και σε αυτήν , με τον έναν ή άλλον τρόπο, καταλήγουν. Η συνέχεια, το μέλλον της ανθρωπότητας, συναρτώνται με την κατάσταση της γης και το πώς η φύση αντιμετωπίζεται από τον άνθρωπο. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος εξαρτά το μέλλον του, που είναι το μέλλον της γης, ο οποίος ως διαχειριστής, λειτουργός και συμμέτοχος στο φυσικό όλον, οφείλει για τη γη να πράττει συνετά και με συνείδηση. Το κτίζειν, ως έκφραση του δημιουργείν, «ποιεί φύση» στα πλαίσια της δημιουργίας. Οφείλουμε εν προκειμένω να διαχωρίσουμε τη σημασία της έννοιας «δημιουργία», από την έννοια «παραγωγή». Διότι, το «παράγω» αναφέρεται στο ενέργημα, ενώ το «δημιουργώ» στην ενέργεια. Το «παράγω» παραπέμπει στο γέννημα, ενώ το «δημιουργώ» στη γέννηση –δε λέμε, λ.χ., «δημιουργώ προϊόντα», αλλά «παράγω προϊόντα». Το δημιούργημα σε αυτή του τη διάσταση αποτελεί αξία διότι εμπεριέχει την έννοια της φύσης του πράγματος στη θεώρησή του. Η φύση του πράγματος, είναι το «Είναι» του . Είναι αυτό που εισάγεται ως πνεύμα όταν δημιουργείς, ως έμπνευση και σπουδή όταν «ποιείς φύση». Διά τούτο και ο άνθρωπος πράττει φυσικώς όταν δημιουργεί, όταν φτιάχνει «ποιήματα» ζωής –όταν δηλαδή ποιεί στη γη και δεν παραποιεί, όταν κατά φύσιν κι όχι παρά φύσιν λειτουργεί!

(από το βιβλίο του Α. Καπετάνιου «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012).

13.2.24

ΤΟ ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΙΔΑΝΙΣΜΟΥ

του Αντώνη Καπετάνιου*


  Et in Arcadia ego (1637-1638). Louvre, Paris. Nicolas Poussin (“Οι Βοσκοί της Αρκαδίας”)


Οι Ευρωπαίοι ρομαντικοί, θεριεμένοι από τον πόθο τους γι’ αγνή κι ανόθευτη φύση, αναζήτησαν και βρήκαν τον τόπο των ιδανικών τους στην Ελλάδα, στην Αρκαδία, στη γη του Πάνα και της Μέλαινας Δήμητρας, ως τόπο έκφρασης του αισθητικού, κοινωνικού, αλλά και πολιτικού τους προτύπου. Στον τόπο αυτό θεώρησαν ότι επικρατεί η κοινωνική αρμονία, η ειδυλλιακή φύση, η ευσέβεια, ο αγνός έρωτας και η καρποφορία. Η ζωή στην αρκαδική γη συμβόλιζε τον εξιδανικευμένο τρόπο ζωής, οπού οι άνθρωποι ζουν απλά ως βοσκοί σε αρμονία με τη φύση κι αφιερώνουν τον χρόνο τους στην ποίηση, τη μουσική, τον έρωτα, την ανεμελιά. Ο φανταστικός τούτος τόπος τοποθετείται, όπως προείπαμε, στην ελληνική Αρκαδία. Ήταν η Ευδαίμων Αρκαδία.

Ο προσδιορισμός της Αρκαδίας ως τόπου συμβολικού προέκυψε αφενός λόγω της δρυμώδους και πλούσιας φύσης της, αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι οι Αρκάδες, που είναι από τα αρχαιότερα ελληνικά φύλα, δεν υποτάχθηκαν στους Δωριείς κατά την κάθοδο των τελευταίων στην Ελλάδα, και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους ζώντας απομονωμένοι και ξέγνοιαστοι στο ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον της χώρας τους, χωρίς πολέμους και καταστροφές, βόσκοντας τα κοπάδια τους κι απολαμβάνοντας τις ομορφιές του τόπου τους. Τούτη η κατάσταση δημιούργησε την ιδεατή θεώρηση της ζωής στους ευρωπαίους, που συνδύαζε την ανεξαρτησία του πνεύματος και την ελευθερία της ζωής, μέσα στην αγνή κι ανόθευτη φύση. Έτσι προέκυψε το αρκαδικό ιδεώδες, τ’ οποίο έκρυβε συμβολισμούς που εξίταραν τους ευρωπαίους και τους ωθούσαν σε υπερβολές κι εξιδανικεύσεις.
Έφτιαξαν με τον τρόπο αυτό οι ρομαντικοί έναν ιδεατό τόπο αναφοράς, τον οποίο μνημόνευαν ως προορισμό στο λόγο και τα έργα τους, στα πλαίσια της κοσμοθεωρίας τους.

Το «Et in Arcadia ego», που αποδίδονταν ως «κι εγώ στην Αρκαδία ανήκω», υποδήλωνε την επιθυμία που ανήχθη σε αξία, και συνιστάτο σε ταξίδι στον ιδανικό τόπο −ο οποίος, από συμβολικός προορισμός γίνηκε επίγειος παράδεισος κι αναζητήθηκε στην Αρκαδία της Ελλάδας. Ήταν μια φράση που αρχικώς χρησιμοποιήθηκε από τον Βιργίλιο στα βουκολικά ποιήματά του, ενώ το έτος 1622 έγινε πίνακας του Ιταλού ζωγράφου Τζοβάννι Φραντσέσκο Γκουερτσίνο, και στη συνέχεια εμβληματικός πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Νικολά Πουσσέν –για την ακρίβεια, ο Πουσσέν δημιούργησε δύο τέτοιους πίνακες, τον έναν το 1627 και τον άλλον το 1639. Ο τελευταίος πίνακας, που είναι ιδιαίτερα συμβολικός και ο πιο γνωστός της σχετικής θεματογραφίας, αναπαριστά δύο βοσκούς της Αρκαδίας να περιεργάζονται την περίφημη επιγραφή «Εt in Arcadia ego», που είναι χαραγμένη στον τάφο βοσκού και τη διαβάζει περαστικός έφηβος, ενώ τους παρατηρεί υψίκορμη κόρη. Με τον τρόπο αυτόν ο Πουσσέν προσδιόρισε τον ιδανικό τόπο οπού καταλήγει η ζωή, δηλαδή την Αρκαδία, που αποτελεί (ή πρέπει ν’ αποτελεί) τον συμβολικό προορισμό του ανθρώπου.

Παρά τους όποιους συμβολισμούς της φράσης «Et in Arcadia ego», μένουμε στο γεγονός τής ύπαρξης πλούσιας φύσης στην Αρκαδία, όπως την ήξερε (λόγω της φήμης της) και με βουκολική διάθεση την απέδωσε ο Βιργίλιος στις απλοϊκές «Εκλογές του» (γράφτηκαν το 42 π.Χ.), μια σειρά ποιημάτων που προσδιορίζονται τοπικά στην αρκαδική γη, από τα οποία και ξεκίνησε ο κατοπινός μύθος του αρκαδικού τοπίου –«…μα εγώ τραγούδησα βοσκούς, αγρούς και ηγεμόνες», αναφέρεται στο επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του Βιργίλιου. Η Αρκαδία ήταν βεβαίως ένα υπαρκτό τοπίο, αλλά ανήχθη σε πνευματικό, συνιστώντας την ιδανική χώρα του ζην, στην οποία κυριαρχούσε η φύση και ο άνθρωπος εμπνεόταν από αυτήν και λειτουργούσε ως μέρος της˙ ως ο ίδιος φύση. Σύμφωνα με το μύθο του αρκαδικού τοπίου, στη δρυμώδη Αρκαδία έβρισκες το ιδανικό, την ουσία της ύπαρξης. Ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος στις «Εκλογές» άντλησε την έμπνευσή του από τους ελληνικούς μύθους και από τους Έλληνες βουκολικούς ποιητές –ιδιαίτερα από τον Θεόκριτο.


Οι βουκολικοί ποιητές έγραφαν βουκολικά ποιήματα, τα επονομαζόμενα «Ειδύλλια», που ήταν ύμνοι της φύσης και της υπαίθριας ζωής. Ξεκίνησαν από έμμετρους διαγωνισμούς των βουκόλων, δηλαδή των ποιμένων βοσκών, οι οποίοι είχαν σημαντική θέση στις κοινωνίες των Λακώνων, των Αρκάδων και των Σικελών, λόγω της ζηλευτής τους θέσης νάναι σ’ επαφή με τη φύση. Αυτοί περιέγραφαν τον τρόπο της ζωής τους στην ύπαιθρο ποιητικά, και τιμούσαν δι’ αυτού του τρόπου τη φύση για την προσφορά της. Τ’ αυτοσχέδια άσματα που συνέθεταν ονομάζονταν αρχικά «βουκολισμοί» και παρουσιάζονταν ως άτυποι διαγωνισμοί, δηλαδή ως αμοιβαίες ωδές μεταξύ των βουκόλων, με θεατές τους ανθρώπους της υπαίθρου (σήμερα θα λέγαμε ότι αυτή η κατάσταση σώζεται, π.χ. με τις μαντινάδες στην Κρήτη, που όμως έχουν ποικίλη θεματολογία και δεν αναφέρονται αποκλειστικά στη ζωή στη φύση). Ο Θεόκριτος ανέδειξε το συγκεκριμένο είδος ποίησης γράφοντας τριάντα ειδύλλια, στα αποία περιγράφονται ειδυλλιακές εικόνες της ελληνικής φύσης, που συνθέτουν την ομορφιά της, καθώς και την απλοϊκή ζωή των κατοίκων της υπαίθρου. Δέστε ένα χαρακτηριστικό ειδύλλιό του:


«Χαρούμενοι ξαπλώσαμε σε μυρωδάτα σκίνα
και πάνου σ’ αμπελόφυλλα που ‘ταν φρεσκοκομμένα.
Επάνωθέ μας σείονταν πολλές φτελιές και λεύκες
και το νερό το ιερό, που έτρεχε κοντά μας
απ’ των νυμφών το σπήλαιο κελάριζε κυλώντας.
Οι σταχτεροί οι τζίτζικες μεσ’ στη σκιά των δένδρων
δεν έπαψαν το άσμα τους, μα όλο τραγουδούσαν.
Ο βάτραχος ξεφώνιζε απ’ τα πυκνά τα βάτα,
τραγούδι λεν οι κορυδαλλοί, λαλούν οι καρδερίνες.
Κλαίν’ οι τρυγόνες κι οι ξανθές οι μέλισσες πετάνε
γύρω και πάνου απ’ τα νερά στη γη π’ αναπηδούσαν,
το καλοκαίρι ευώδιαζε πλούσιο γύρωθέ μας
και το φθινόπωρο μαζί μοσχοβολούσε ισάξια».

Η επιρροή του Βιργίλιου στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή λογοτεχνία (βλπ. για παράδειγμα τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη), είχε ως αποτέλεσμα η Αρκαδία να γίνει σύμβολο του βουκολικού ποιήματος. Σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, η έννοια της Αρκαδίας συνδέεται με αγροτικά θέματα, όπως τα χωριά και τα ειδυλλιακά τοπία της φύσης, που απεικονίζονται με τρόπο μη ρεαλιστικό και με υπερβολική απλότητα. Αργότερα, στα χρόνια της Αναγέννησης, αλλά και του Διαφωτισμού, η Αρκαδία δεν έπαψε ν’ απασχολεί και να εμπνέει. Το όνομά της συνδέθηκε με οποιοδήποτε ειδυλλιακό τοπίο ή με παράδεισο. Με την καθιέρωση της έννοιας της ουτοπίας (Utopia) από τον Τόμας Μορ (Thomas More) το έτος 1516, η Αρκαδία δεν υποδήλωνε κάποιον ανθρωπογενή πολιτισμό, αλλά τον παρθένο φυσικό τόπο. Λέγεται ότι το βουκολικό ειδύλλιο «Arcadia» του Ιταλού δραματουργού Τζιάκοπο Σανατζάρο (Jacopo Sanazaro) (1457–1530), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του, ενέπνευσε τον θαλασσοπόρο Τζοβάννι, και ο τελευταίος ονόμασε Arcadia κάποιες αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού, ενώ ονομάστηκαν κατόπιν έτσι και κάποιες τοποθεσίες στο Νέο Κόσμο που θύμιζαν τον παράδεισο του μύθου της Αρκαδίας.

Ο αρκαδικός τόπος ενέπνεε, δημιουργούσε αύρα κι αίσθηση πηγαίας, αγνής κι αμόλυντης φυσικής ζωής. Τ’ όλον της δημιουργίας, στους δρυμούς της Αρκαδίας έβρισκε νόημα. Αλλού στον κόσμο, τούτο το υψηλόν δε θα μπορούσε να πραγματωθεί, γιατί στην Αρκαδία η ζωογόνος ενέργεια της κοσμογονίας ζυμώθηκε με τη μαγιά του αρχαιοελληνικού πνεύματος και πολιτισμού, και βρήκε τόπο να διαπλαστεί στους δρυμούς της. Το αρκαδικό ιδεώδες ανύψωνε και με συναίσθημα και Ιδέα συγκροτούνταν, διαμορφούμενο σ’ ένα περιβάλλον που το χαρακτήριζε η ομορφιά, η ισορροπία, η αρμονία, καθώς και η ποθούμενη φυσική πληρότητα. Στην πραγματική Αρκαδία διαμορφώθηκε ο μύθος της πνευματικής Αρκαδίας, συνιστώντας τον ιδανικό τόπο προορισμού του ανθρώπου, εκεί οπού διαπλάθονται, καλλιεργούνται και προσλαμβάνονται οι πρωταρχικές του αξίες. Τούτο καταδείχνεται και από το γεγονός ότι δεν ενέπνεε η πλούσια φύση του κέντρου ή του βορρά της Ευρώπης, αλλά η λιγώτερη πληθωρική μα δρυμώδης της Αρκαδίας, λόγω του πνεύματος του τόπου, που συνδεόταν με το ιδεατό παρελθόν του και του έδινε μοναδική ιδιαιτερότητα. Ήταν οπωσδήποτε εξιδανικευμένο το φυσικό τοπίο της Αρκαδίας, πλην όμως εμπεριείχε τα ζωογόνα σπέρματα του παρελθόντος του, για να καθορισθεί ως ιδεατός προορισμός του ανθρώπου. Ο ρόλος τούτος του αρκαδικού τοπίου στην ιστορική του σημασία οριοθετεί την εξιδανίκευση της απλοϊκής ομορφιάς και της ποιότητας των εσωτερικών ενδείξεων της ελληνικής ψυχής, που δίνουν το φυσικό ένδυμα στα σκιρτήματά της.
Μάλιστα, ο πνευματικός κόσμος της Ευρώπης είχε αναγάγει την Αρκαδία ως τη βασική πηγή των εμπνεύσεών του. Δέστε μερικές περιπτώσεις: Ο Άγγλος ποιητής Φίλιπ Σίντεϋ έγραψε το έπος Arcadia, που αν και ημιτελές αποτελεί το καλύτερο αγγλικό πεζό του XVI αιώνα˙ ο σημαντικότερος ίσως Γερμανός ποιητής Γκαίτε παρουσίασε την Αρκαδία στον «Φάουστ», αναφέροντας «και εγώ στην Αρκαδία»˙ ο επίσης σημαντικός Γερμανός ποιητής Σίλλερ συνέθεσε το ποίημά του «Resignation» υποτάσσοντας τον εαυτό του στη μοίρα λέγοντας: «κι εγώ γεννήθηκα στην Αρκαδία».

Είχε το λοιπόν η Αρκαδία πλούσια φύση, που τη συγκροτούσαν οι περίφημοι δρυμοί της. Οι αρκαδικοί δρυμοί ήταν γνωστοί ανά τον κόσμο για το πλούσιο φυσικό τους περιβάλλον, που παρέπεμπε στη μορφή του παραδείσου, η δε ζωή των Αρκάδων σ’ αυτούς θεωρείτο ειδυλλιακή και ήταν ζηλευτή. Μάλιστα, το ρομαντικό κίνημα στην Ευρώπη κατά τον 17ο αιώνα κυρίως, είχε επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό από το γεγονός αυτό, που γράφτηκαν διθύραμβοι για την Αρκαδία και δημιουργήθηκαν ρομαντικές ιστορίες, που μιλούσαν για τις Νύμφες των Δρυμών και για τον Πάνα που ζούσε εκεί. Η φράση στα έργα των ρομαντικών «et in Arcadia ego» εξηγούνταν περαιτέρω: «κι εγώ είμαι ευτυχισμένος, έχοντας απολαύσει τη γη της Αρκαδίας». Μάλιστα, το κίνημα υπέρ της Αρκαδίας κείνη την εποχή σημείωσε τέτοια απήχηση, που ιδρύθηκε και Ακαδημία Μουσόφιλων στη Ρώμη, η οποία εμπνεόταν από το αρκαδικό ιδεώδες, η λεγόμενη «Ακαδημία των Αρκάδων» (Accademia dell' Arcadia), που ως μέλη της είχε πνευματικούς ανθρώπους απ’ όλη την Ευρώπη. Αυτοί, στη δημιουργία των πνευματικών τους έργων και στον τρόπο ζωής τους είχαν ως πρότυπο την Αρκαδία και αποκαλούνταν με ονόματα εμπνευσμένα από την περιοχή, όπως Μαινάλιος, Τεγεάτης, Διπαιεύς κ.ά.

Ως αποτέλεσμα τούτων καθιερώθηκε ο όρος «Αρκαδική Φύση», που αναφερόταν στις αξίες που προάγουν το σεβασμό στο περιβάλλον και στην απόλαυση που αυτό δίδει, με την ανάδειξη της άγριας φύσης και της υπαίθρου, καθώς επίσης και στις προσφορές που προκύπτουν από την καλλιέργεια των παραπάνω αξιών (αισθητικές, συναισθηματικές, αναζωογονητικές κ.ά.) Έτσι δημιουργήθηκε ο όρος Arcadia, που αναφέρεται στην τέλεια ζωή στη φύση και θεωρείται ως το Arca Deorum, δηλαδή η Κιβωτός του Θεού (με όλες της τις σημάνσεις και συνδηλώσεις που εκ της έννοιας προκύπτουν...) Το κίνημα του αρκαδισμού παραπέμπει στην απόδραση από την πραγματικότητα σ’ ένα περιβάλλον ουτοπικό, κατά βάσιν ονειρικό, που αποτελεί (ή πρέπει ν’ αποτελεί) τη συμβολική επιδίωξη του κάθε ανθρώπου. Κατά το αρκαδικό μέτρο, δεν επιτρέπεται στ’ ανθρώπινα να επιβληθούν στη φύση. Ήταν η Αρκαδία η απόδοση της αίσθησης των ρομαντικών σε σχέση με την κοσμοθεώρησή τους, που δηλώνεται με τη συμβολοποίηση του τόπου ως έκφραση του ιδεώδους τους.


*από το βιβλίο του “ΦΥΣΙΣ ΕΡΓΟΝ. Νοώντας για τη φύση”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2017, http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=40885#).

7.1.24

Ενας ακόμη μύθος καταρρίπτεται: Ο μύθος του "εξαιρετικού" ελληνικού ανθρώπινου δυναμικού!

Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Θοδωρής Γεωργακόπουλος, https://www.kathimerini.gr/


Έχουμε εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό. Υψηλού επιπέδου εργαζόμενους, πολυάριθμους αποφοίτους πανεπιστημίων και κατόχους μάστερ, καταπληκτικούς μάνατζερ, έτοιμους να εργαστούν σε μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που ανυπομονούν να ανοίξουν γραφεία στη χώρα μας για να εκμεταλλευτούν όλα αυτά τα φωτεινά μυαλά. Έτσι δεν είναι; Έτσι δε λένε όλα τα δημοσιεύματα, κάθε που μια Pfizer, μια Amazon ή μια Accenture ανοίγουν ή επεκτείνουν τα γραφεία τους στην Ελλάδα; 

Μια ρετρο-εικόνα απλώς γα να μας υπενθυμιζει ότι το ζήτημα δεν είναι καινούργιο. Είναι παλιό, διαχρονικό και είναι το ίδιο το ζήτημα της ελληνικής εκπαίδευσης, της ελληνικής κοινωνίας! του Π. Τζεφέρη

Υπάρχει κάτι που αποκαλώ “η πλάνη των μαθηματικών ολυμπιάδων”. Ειδήσεις και άρθρα για ελληνικές ομάδες μαθητριών και μαθητών που παίρνουν μετάλλια και πετυχαίνουν διακρίσεις σε διεθνείς διοργανώσεις δεξιοτήτων ή γνώσεων δημιουργούν την εντύπωση στους αναγνώστες ότι εδώ υπάρχει μια φωτεινή μαγιά υψηλού επιπέδου νέων, μια κρίσιμη μάζα λαμπερών αστεριών που κάποτε, σύντομα, θα αναλάβουν τα ηνία οδηγώντας τη χώρα σε ένα μέλλον ευημερίας και ανάπτυξης. Μετά, όμως, έρχεται η κάθε PISA και καταρρίπτει αυτή την ψευδαίσθηση, αποκαλύπτει ότι πρόκειται για πλάνη. Υπάρχουν, πράγματι, “αστέρια” που βγαίνουν από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως βγαίνουν από όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου. Στην Ελλάδα, όμως, τα “αστέρια” με τον ορισμό της PISA είναι το 0,9% του συνόλου. Στην Πορτογαλία, όπου επίσης έχουν αστέρια, αυτά είναι το 3,3% του συνόλου. Στην Εσθονία, που πριν από 30 χρόνια ήταν μια κατεχόμενη κομμουνιστική δικτατορία, το 6,1% του συνόλου.

Απογοητευτικές οι επιδόσεις των μαθητών στην PISA 2022

Το ότι η χώρα μας έχει ένα εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό είναι μια αντίστοιχη πλάνη, εξαιρετικά επίμονη. Όντως, υπάρχουν εργαζόμενοι με εξαιρετικές δεξιότητες εδώ. Έξυπνοι, καπάτσοι άνθρωποι με γνώσεις, θεωρητική κατάρτιση, επικοινωνιακό ταλέντο, συναισθηματική νοημοσύνη, συνεργατικό πνεύμα και ενίοτε και ηγετικές ικανότητες. Αλλά είναι πολύ, πολύ λιγότεροι από ό,τι νομίζουμε, και από ό,τι υπονοούν οι ειδήσεις για δεκάδες ή εκατοντάδες προσλήψεις ταλέντων από απαιτητικές πολυεθνικές. Πόσο λιγότεροι;

Εκτός από την PISA, o ΟΟΣΑ κάνει και μια άλλη περιοδική έρευνα που μετρά τις δεξιότητες, η οποία απευθύνεται στους ενήλικες. Η PIAAC διεξάγεται κάθε δέκα χρόνια σε περίπου 40 χώρες και εξετάζει ένα μεγάλο δείγμα ατόμων ηλικίας 16-65 ετών σε τρία θέματα: Κατανόηση κειμένου, μαθηματικά και “επίλυση προβλημάτων σε τεχνολογικά πλούσιο περιβάλλον”. Προχτές η “Κ” δημοσίευσε ένα special report του καθηγητή στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Μάνου Ματσαγγάνη για τις δεξιότητες των Ελλήνων που, μεταξύ πολλών άλλων, αναλύει και τα αποτελέσματα της τελευταίας PIAAC του 2015 για την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα, αναμενόμενα, δεν είναι καλά.

Ίσως το πιο κραυγαλέο στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα είναι το εξής: το 19% των πρόσφατων αποφοίτων πανεπιστημίων ή μάστερ στην Ελλάδα, είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Πάρτε λίγα λεπτά για να χωνέψετε τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις. 1 στους 5 νέους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχουν ούτε καν τις βασικές δεξιότητες για να ανταποκριθούν σε ένα απλό μαθηματικό πρόβλημα, να καταλάβουν τι λέει ένα απλό καθημερινό κείμενο, ή να βρουν μια σελίδα στο ίντερνετ. Είναι τεράστιο ποσοστό, το μεγαλύτερο από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ που συμμετείχαν στην έρευνα (ίσο με της Τουρκίας). Ποιο ήταν το ποσοστό αναλφάβητων νεών πτυχιούχων στην Εσθονία, ας πούμε; Κάτω από 5%. Στην Τσεχία; Κάτω από 2%.

Το πρόβλημα είναι οριζόντιο. Το ότι το 19% των νέων πτυχιούχων και το 28% των αποφοίτων λυκείου είναι λειτουργικά αναλφάβητοι δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι είναι αστέρια. Σημαίνει ότι το επίπεδο των δεξιοτήτων των Ελλήνων είναι γενικότερα πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο δεξιοτήτων άλλων συγκρίσιμων χωρών. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα από την PIAAC είναι το ότι Ελληνίδες και Έλληνες που γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’50 έχουν ελάχιστα χειρότερες δεξιότητες από Ελληνίδες και Έλληνες που γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’80, κάτι πρωτοφανές που, βεβαίως, δεν συμβαίνει πουθενά αλλού (αυτές οι γενιές στις άλλες χώρες έχουν κατά μέσο όρο 29 μονάδες διαφορά -στην Ελλάδα μόλις 6). Και ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα: το ποσοστό των Ελλήνων ενηλίκων που έχουν αυτό που στον ΟΟΣΑ αποκαλούν “σφαιρικές δεξιότητες”, την ικανότητα δηλαδή να διαβάζουν και να καταλαβαίνουν μεγάλα κείμενα και να εξάγουν πληρφορίες από αυτά, να κάνουν βασικούς υπολογισμούς και να καταλαβαίνουν δεδομένα και στοιχεία σε πίνακες και διαγράμματα, και να χρησιμοποιούν ιστοσελίδες ή να κάνουν βασικές διαδικασίες σε υπολογιστικά φύλλα εργασίας, είναι μόλις το 9,3% του συνόλου του πληθυσμού. Αυτοί που έχουν τις βασικές δεξιότητες για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και ενός απαιτητικού εργασιακού περιβάλλοντος, είναι τόσοι. Ούτε 1 στους 10. Είναι απίστευτο ποσοστό, αποκαρδιωτικό, σοκαριστικό. Εντελώς αναμενόμενο, λαμβάνοντας υπόψιν και τα αποτελέσματα της PISA, βεβαίως. Γιατί εκείνα τα παιδιά που συμμετέχουν στην PISA από το 2000 κιόλας, είναι που μετά συμμετέχουν και στην PIAAC, όταν ενηλικιωθούν. Δεν έχει μεσολαβήσει τίποτε, δεν έχει αλλάξει κάτι. Στις περισσότερες αντίστοιχες με τη δική μας χώρα το ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού που έχουν “σφαιρικές δεξιότητες” είναι από 20% (στη Σλοβενία) μέχρι 40% (στη Φινλανδία). Μόνο εμείς, η Χιλή και η Τουρκία εμφανίζουμε μονοψήφια ποσοστά.

Οπότε όχι απλά δεν είμαστε μια χώρα με καταπληκτικό ανθρώπινο δυναμικό το οποίο ξένες πολυεθνικές λαχταράνε να έρθουν για να εκμεταλλευτούν αλλά, ίσα, ίσα, υστερούμε πολύ σε σχέση με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Κι άλλες έρευνες το επιβεβαιώνουν: πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ βρήκε ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα είναι 29% κάτω του μέσου όρου των κρατών-μελών του οργανισμού. Εξαιρετικά ενδιαφέρον, όμως, είναι και το ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε πρόβλημα μόνο στο επίπεδο των δεξιοτήτων των υπαλλήλων γραφείου ή των εργατών. Στοιχεία από την Παγκόσμια Έρευνα Διοίκησης Επιχειρήσεων (WMS) έδειξαν ότι οι Έλληνες μάνατζερ εμφανίζουν το χειρότερο επίπεδο από τους μάνατζερ των 20 χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα. 

Στο special report ο συγγραφέας επέλεξε δύο αποσπάσματα από την έκθεση της WMS για την Ελλάδα, τα οποία τα βρήκα εκπληκτικά: «Οι ελληνικές επιχειρήσεις”, λέει, “έχουν τις χειρότερες επιδόσεις σε θέματα που απαιτούν διαχείριση ανθρώπων, προγραμματισμό και εποπτεία, που απαιτούν συνέργειες, διάλογο, και συνεργασία. Τα καταφέρνουν καλύτερα σε θέματα που απαιτούν τη λήψη αποφάσεων, ενδεχομένως από ένα μόνο άτομο». Φυσικά! Πόσο ελληνικό. Και επίσης: «Ο μέσος Έλληνας μάνατζερ δείχνει να μην έχει συναίσθηση του πόσο παρωχημένες είναι οι διοικητικές του πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ποιότητα του μάνατζμεντ της επιχείρησής του».

 Εννοείται! Όσες και όσοι έχετε εμπειρία από επιχειρήσεις και εργασιακά περιβάλλοντα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, ασφαλώς διαβάζετε αυτά τα λόγια και τα βρίσκετε να κουμπώνουν απόλυτα στην προσωπική σας εμπειρία. Κουμπώνουν απόλυτα και στη δική μου. Το ότι οι βασικές δεξιότητες του πληθυσμού είναι χαμηλές αποτυπώνεται παντού, στην αποτελεσματικότητα, στην συνέπεια, στην παραγωγικότητα, στην διοίκηση, στην ηγεσία. Είναι σαν μια επιδημία μετριότητας που πηγάζει από το σχολείο, το σπίτι κι έναν βάλτο μειωμένων προσδοκιών και ευχάριστων μύθων, που μετά μετριέται από τις έρευνες του ΟΟΣΑ, και που τελικά εκφράζεται γύρω μας, παντού. Όχι μόνο στην εργασία, στην ποιότητα των θέσεων εργασίας, ή στην εσωστρέφεια ελληνικών επιχειρήσεων. Παντού στην κοινωνία. Είναι κάτι που δεν το σκεφτόμαστε ποτέ, αλλά θα έπρεπε να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας διαρκώς. Ένα απελπιστικά μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων γύρω μας δεν καταλαβαίνουν βασικά πράγματα για τον κόσμο μας και δεν μπορούν να επεξεργαστούν υποτυπώδεις πληροφορίες, δεδομένα και έννοιες. Όταν το χωνέψουμε και το αποδεχτούμε αυτό, πάρα πολλά πράγματα γύρω μας, αυτά τα αδιανόητα, που μας κάνουν τόσο συχνά να πέφτουμε από τα σύννεφα, ξαφνικά εξηγούνται.

1.10.23

Ο ναός του Ταξιάρχη (Ταξιαρχών) στην Χαρούδα Μάνης




Ο βυζαντινός ναός του Ταξιάρχη στη Χαρούδα, του 11ου αι., από τοπικό ψαμμιτικό πέτρωμα, με αξιοπρόσεκτη μεγαλιθική αρχιτεκτονική (ογκόλιθοι και μεγάλα μακρόνια μαρμάρου στην τοιχοποιία) αλλά και υπέρθυρα και περίτεχνα εντοιχίσματα από το λευκό αδροκρυσταλλικό μάρμαρο της περιοχής. Διαθέτει ποικιλόχρωμο εξωτερικό διάκοσμο και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του 18ου και 19ου αιώνα. [από το βιβλίο του Π. Τζεφέρη, ΛΙΘΟΣ ΜΑΡΜΑΡΟΣ, ΤΑΙΝΑΡΙΟΣ, 2021]

Ο Βυζαντινός ναός των Ταξιαρχών βρίσκεται στον οικισμό Χαρούδα της Αποσκιερής Μάνης. Πρόκειται για έναν ναό εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και εξωτερικής διακόσμησης αλλά και μεγάλης ιστορικής αξίας εσωτερικό διάκοσμο. 

Είναι σταυροειδής με τρούλο, με πολυώροφο οξυκόρυφο καμπαναριό και χρονολογείται κατά τον 11ο αιώνα, ἐνῶ κοσμήθηκε στα ὄψιμα μεταβυζαντινὰ χρόνια μὲ τοιχογραφίες. Ναός σταυροειδής με τρούλο, πολυώροφο οξυκόρυφο καμπαναριό με περίτεχνα σκαλισμένα μάρμαρα στην πόρτα και τα παράθυρα και το κατώτερο τμήμα των τοίχων φτιαγμένο από μεγάλους ογκόλιθους, που δείχνει και την ηλικία αυτής της παράδοσης.

Οι τοιχογραφίες του ναού, ιδιαίτερης αισθητικής τεχνοτροπίας, είναι μεταβυζαντινές και χρονολογούνται κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. 









Από το "κιλικείο" του ναού σήμερα το οποίο
ήταν κάποτε παραδοσιακό ελαιοτριβείο.
Σύμφωνα με την παράδοση ο ναός κτίστηκε από έναν πρωτομάστορα ο οποίος είχε γιο επίσης πρωτομάστορα. Οι δυο πρωτομάστορες συναγωνίστηκαν για το καλύτερο αποτέλεσμα. Ο πατέρας με τον Ταξιάρχη του Γκλέζου και ο γιος με τον Ταξιάρχη της Χαρούδας. Στην κρίση που ακολούθησε με την αποπεράτωση των εκκλησιών, οι κριτές σύμφωνα με την παράδοση έδωσαν την νίκη στον γιο. Ο πατέρας, αναγνωρίζοντας ότι ξεπεράστηκε από το γιο του, λέγεται ότι πέθανε από τη στεναχώρια του καθώς απομακρυνόταν από την Χαρούδα. Ο Ταξιάρχης της Χαρούδας, που έκτισε ο γιος, είναι εντυπωσιακά μεγάλος για την περιοχή και χρησιμοποιήθηκε ως καθολικό μοναστηριού. Στον τρούλο και στην αψίδα του ιερού σώζονται εντοιχισμένα πιάτα και στην ανατολική πλευρά ανεστραμμένη ταφική μαρμάρινη πλάκα με δίστιχη επιγραφή αρχαίων χρόνων: «ΔΑΜΟΝΙΚΙΔΑ ΧΑΙΡΕ, ΤΕΙΜΑΡΕΙΝ ΧΑΙΡΕ»

Στον βόρειο τοίχο εσωτερικά, είναι εμφανή τα τεράστια μαρμάρινα μακρόνια, τα οποία αντικαθιστούν την ξυλοδεσιά, ώστε να αντιμετωπιστεί η έλλειψη του ξύλου. Περιμετρικά των ημικυλινδρικών θόλων και τη βάση το τρούλου περιτρέχει λοξότμητο γείσο με διάκοσμο συριακούςτροχούς, πυροστρόβιλοι και σταυρόμορφοι ρόδακες.



Στον τρούλο και την αψίδα του ιερού του ναού σώζονται εντοιχισμένα πιάτα, ενώ στην ανατολική πλευρά υπάρχει ανεστραμμένη ταφική μαρμάρινη πλάκα με δίστιχη αρχαία επιγραφή. Οι τοιχογραφίες του ναού είναι μεταβυζαντινές και χρονολογούνται κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Ξεχωρίζει η απεικόνιση της Παναγίας με τα λυτά μαλλιά, μοιρολογούσα κατά μία άποψη. Στην ανατολική όψη του ναού, ο επισκέπτης μπορεί να δει το επιστύλιο εντοιχισμένο με παράσταση κένταυρου που τοξεύει τετράποδο, ενώ η πόρτα και τα παράθυρα διακοσμούνται με περίτεχνα σκαλισμένα μάρμαρα. Την προσοχή του επισκέπτη τραβάει μία πινακίδα κρεμασμένη σε μία από τις κολώνες της εκκλησίας. Βρίσκεται εκεί για να θυμίζει τους Χαρουδιώτες από το Λόουελ της Μασαχουσέτης, οι οποίοι το 1905 προσέφεραν χρήματα για την περίφραξη του χώρου. Τέλος, στον περίβολο του ναού, ο τεράστιος βράχος φιλοξενεί στο φυσικό του κοίλωμα ("Λάκκος") μία από τις μεγαλύτερες δεξαμενές βρόχινου νερού ολόκληρης της Μάνης.

Οι τοιχογραφίες έχουν ύποστεί σοβαρές φθορές είτε από άγνοια είτε για άλλους λόγους. Απαιτείται συντήρηση του ναού, τόσο ως στατική κατασκευή όσο και του εσωτερικού διάκοσμου. 

Οι φωτογραφίες ειναι του Δρ. Πέτρου Τζεφέρη.


10.6.23

Προσηλιακή Μάνη: Μια σπουδαία αρχαία πολιτεία που ελάχιστοι γνωρίζουν!

Παγανέα, Αγιος Σπυρίδων

Δρυμός Αν. Μάνης, το μπαλκόνι του Θεού!

Αγιος Πέτρος, Παγανέα-Καλύβια

Παγανέα-Καλύβια, Ανατολικής Μάνης



Δρυμός, Π. Τζεφέρης

Μια σπουδαία αρχαία πολιτεία που ελάχιστοι γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι έχουν επισκεφθεί στην Προσηλιακή Μάνη.

Αποφεύγω να γράψω για τη Μάνη, όπως ο διάολος το λιβάνι. Δημιουργεί τόσο αντικρουόμενα συναισθήματα μέσα μου και έχω διαβάσει τόσο μεγαλειώδεις βλακείες για τον τόπο αυτόν που θα ήθελα απλά να μην ασχοληθώ. Δεν γίνεται όμως! Στη Μάνη και τους ανθρώπους της έχω αναφερθεί πολλές φορές σκιαγραφώντας ένα προφίλ δυναμικό, έντονο, τραχύ, που ούτε θετικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε φυσικά αρνητικό. Οι Μανιάτες όμως αλλάζουν, το ίδιο και ο τόπος τους. Αυτή η ειρηνική διαδικασία ομογενοποίησης, «εξευρωπαϊσμού», εκσυγχρονισμού εάν προτιμάτε, έχει αρχίσει να επηρεάζει και τη μικρή «χώρα» τους. Δεν είναι βέβαια όλες οι επιρροές αρνητικές, ούτε είμαι από εκείνους που, προσκολλημένοι στο παρελθόν, αγνοούν το παρόν και το μέλλον. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Μάνη αλλάζει, οι πύργοι της εξακολουθούν να ορθώνονται επιθετικά στο τοπίο, αλλά πλέον αποτελούν παραδοσιακά κτίρια εξαγοράσιμα από πλούσιους κατοίκους του εξωτερικού. Η λειψυδρία δεν είναι πια τόσο μεγάλο πρόβλημα και θα δεις Μανιάτες να βγαίνουν με το λάστιχο για να πλύνουν το αυτοκίνητό τους! Όποιος βέβαια επισκεφθεί για πρώτη φορά το μεσαίο πόδι τη Πελοποννήσου, από την Αρεόπολη και κάτω, είτε ξεφύγει προς την μεσσηνιακή πλευρά μέχρι την Καρδαμύλη θα μείνει σίγουρα με το στόμα ανοιχτό. Η εμπειρία θα του μείνει αξέχαστη, αλλά δύσκολα θα νιώσει τη Μάνη και τους ανθρώπους της. Χρειάζεται πρώτα να πας στα σπήλαια του Δυρού, να περάσεις από την Κίτα την πολυπυργού, να δεις τον Γερολιμένα, τη Βάθεια, το Πόρτο Κάγιο και το Ταίναρο και μετά να ψάξεις για περισσότερα.

Σήμερα όμως λέω να πάμε για τα «περισσότερα». Θα ανακαλύψουμε μια σπουδαία αρχαία πολιτεία που ελάχιστοι γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι έχουν επισκεφθεί. Θα διαλύσουμε τα πόδια μας στο κακοτράχαλο μονοπάτι για να έρθουμε πιο κοντά στην τραχιά φύση του Μανιάτη και θα αγναντέψουμε τη θάλασσα σαν γαλάζιο όριο, χωρίς όρεξη για μπάνιο… χωρίς καλοκαίρι!


Ο κεντρικός ασφάλτινος δρόμος περνάει μέσα από την Αρεόπολη και συνεχίζει προς Γερολιμένα. Στα 2 χιλιόμετρα περίπου έξω από τη σύγχρονη «πρωτεύουσα» της Μάνης οι ταμπέλες δείχνουν προς τα αριστερά την κατεύθυνση για Πύρριχο – Κότρωνα – Λάγια. Εκεί στρίβουμε μπαίνοντας στον Δήμο Ανατολικής Μάνης. Το όνομα είναι τουλάχιστον ατυχές. Θα έπρεπε να τον λένε Προσηλιακής Μάνης, γιατί έτσι ονομάζεται ετούτη η λωρίδα γης και έτσι θα πρέπει να τη θυμούνται όλοι (η άλλη μεριά, η «δυτική», είναι η Αποσκιερή ή Αποσκιαδερή Μάνη, ονόματα όμορφα, ζεστά και αληθινά κατά την ταπεινή μου άποψη). Το πρώτο χωριό που συναντάμε σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά είναι ο Πύρριχος και εδώ χρειάζεται να κάνουμε στάση και πολλές ερωτήσεις! Από πότε μένουν οι άνθρωποι εδώ; Γιατί δεν έστησαν το χωριό λίγο πιο πέρα ώστε να βλέπουν θάλασσα; Ποιος είναι ο λόγος που κατοικείται ακόμα;

Στον στενό διάδρομο που αφήνουν τα δύο βραχώδη υψώματα με χαμηλή βλάστηση χτίστηκε ο Πύρριχος που διατηρεί το αρχαίο του όνομα (ως Κάβαλο θα συναντήσετε το χωριό σε κάποιους χάρτες). Από εδώ πέρασε και ο περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας, μόνο που καταγράφει το χωριό ως θηλυκού γένους (η Πύρριχος, πιθανότατα από την πύρριχον γην, το κιτρινοκόκκινο έδαφος… διόλου εμφανές στο σημερινό χωριό). Αναφέρει μάλιστα ένα μεγάλο πηγάδι στην αγορά της αρχαίας πόλης, ένα ιερό της Αστρατείας Άρτεμης και ένα του Αμαζονίου Απόλλωνος.

Ο Πύρριχος μοιάζει να φρουρεί τη μικρή αλλά εύφορη κοιλάδα που δημιουργείται και το μέρος αυτό θα πρέπει να κατοικείται ανέκαθεν χάρη στο υδροφόρο στρώμα του υπεδάφους. Εδώ σ’ αυτό το «βαθούλωμα» αποστραγγίζονται τα υπόγεια νερά και τα δύο μεγάλα πηγάδια ίσως να υπάρχουν από την αρχαία εποχή. Οι πέτρες στους τοίχους αρνούνται να μιλήσουν για την ηλικία τους, αλλά σίγουρα γνωρίζουμε ότι ο Πύρριχος ήταν μία από τις «Ελεύθερες» λακωνικές πόλεις και πως ακόμα και οι Ρωμαίοι εγκαταστάθηκαν εδώ. Οι περίπου 100 κάτοικοι του χωριού παραμένουν στη θέση τους, γιατί δεν υπάρχει Μανιάτης σε ετούτο τον κόσμο που να μην αγαπάει τη δική του γη, την ιδιοκτησία του. Σε πολύ μικρή απόσταση βρίσκεται και το χωριό Χιμάρα που έχει για καμάρι της τον ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος περιποιημένος πια δείχνει το εξαίρετης τεχνοτροπίας καμπαναριό του με τα ενσωματωμένα λιθανάγλυφα. Και αν δεν σας φτάνουν όλα αυτά, η συνέχεια του δρόμου οδηγεί στα Λουκάδικα. Τα σπίτια στην κορυφή του λόφου μοιάζουν να δημιουργούν ένα κάστρο, άλλωστε κάστρο της Κολοκυθιάς το ονομάζουν και οι τοπικοί, ενώ πιθανότατα αποτελεί την ακρόπολη της αρχαίας Τευθρώνης.

Η αρχαία πόλη μας περιμένει στον Κότρωνα, με τους γραφικούς ορμίσκους που στολίζουν τα καλοκαιρινά όνειρα των εκάστοτε επισκεπτών του. Εδώ υπήρχε η Τευθρώνη, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια και φυσικά αυτό που χρησιμοποίησε ο Παυσανίας για να φθάσει στο ακρωτήριο Ταίναρο με πλοίο. Από το σημερινό λιμάνι του Κότρωνα αντικρύζει κανείς τη μικρή χερσόνησο του Σκοπά και περπατώντας εύκολα φθάνει στη μικρή λωρίδα γης με τα σκουρόχρωμα μεγάλα βότσαλα, το ερειπωμένο σπίτι και τη διπλή ειδυλλιακή παραλία που ενώνει το «νησί» με την ξηρά. Η χερσόνησος αυτή είναι βέβαιο πως εκατοικείτο πριν από το 2000 π.Χ., ενώ τόσο στη σημερινή μικρή πολιτεία του Κότρωνα όσο και στη χερσόνησο θα δείτε πολλά από τα κομμάτια της αρχαίας πόλης, είτε διάσπαρτα είτε ενσωματωμένα στα σπίτια και τις εκκλησιές. Η αρχαία Τευθρώνη ζει ακόμη μέσα από τα δομικά της στοιχεία ή πέθανε και στοιχειώνει το μέρος τούτο; Καλύτερα να το αποφασίσετε μονάχοι σας.

Μετά την παράκαμψη για Κότρωνα ο δρόμος συνεχίζει προς Νύμφιο και περνάει από το Φλομοχώρι. Στη θέα των τεράστιων μανιάτικων πύργων είναι σίγουρο ότι θα σταματήσετε δίπλα από την Αγία Τριάδα στο κέντρο του χωριού για να τους επισκεφθείτε με τα πόδια. Αν θυμάμαι καλά ο πιο παλιός πύργος είναι του 1800 και κατοικείται μέχρι και τις μέρες μας από την οικογένεια του Γεωργακάκου. Σταθείτε απέναντι από τα υψίκορμα πέτρινα κτίρια και σκεφθείτε πως φτιάχτηκαν για πόλεμο. Ίσως για πόλεμο ανάμεσα σε σόγια-οικογένειες. Φτιάχτηκαν σαν σύμβολα δύναμης και όχι απαραίτητα ευμάρειας ή καυχησιάς. Ανοίξτε βιβλία για να διαβάσετε για τις μανιάτικες έχθρες, τον «γδικιωμό», τις «τρέβες», τους «ξεβγαλτήδες», τα «ψυχικά». Η θέα των πύργων αυτών θα σας βοηθήσει πολύ να καταλάβετε όσα θα διαβάσετε, ενώ θα σας φέρει πιο κοντά στην ψυχοσύνθεση του Μανιάτη.

Δρυμός, Φουτείνια, Τζεφεριάνικα

Ακόμα μια παράκαμψη μπορείτε να κάνετε για τα χωριά Αγριλιά και Δρυμός. Σταματήστε στον Δρυμό και κοιτάξτε γύρω σας, υπάρχει άλλο τέτοιο χωριό στην Ελλάδα; Με τέτοιο χαρακτήρα και τέτοια θέα πάνω από τη θάλασσα; Μήπως αν μένατε σε κάποιο από τα πυργόσπιτα θα ήταν σαν να πετάτε; Εδώ στον Δρυμό έχουν δει τα μάτια μου μιαν αξέχαστη σκηνή. Υδροφόρα έχει σταματήσει σε ανηφόρα και γεμίζει τη στέρνα ενός σπιτιού. Λόγω της κλίσης από τις κάνουλες τρέχει αρκετό νερό στον δρόμο και η γιαγιά σε αλλόφρονα κατάσταση ουρλιάζει στην εγγονή της: «Μωρηηηή φέρε τις τέστες» (σ.σ.: τις λεκάνες δηλαδή). Η εγγονή την κοιτάει με απορία και δεν κουνιέται… η γιαγιά την αρπάζει από το μαλλί: «Μωρή, τρέχει το νερό δεν βλέπεις… ου να χαθείς!». Το κοριτσάκι είναι έτοιμο να βάλει τα κλάματα δυο φορές απορημένο, η γιαγιά φέρνει λεκάνες και κουβάδες μαζεύοντας το νερό που χάνεται, από τα μάτια του κοριτσιού τρέχουν δυο δάκρυα. Η Μανιάτισσα γιαγιά ξέρει την αξία του νερού, η εγγονή τη μαθαίνει!

Μια αρχαία πολιτεία μας περιμένει καρτερικά πάνω από το Νύμφιο, αλλά θέλει προσπάθεια να φθάσεις μέχρι εκεί. Ταμπέλες δεν υπάρχουν και για να προσεγγίσεις την αρχή του μονοπατιού θα πρέπει να ρωτήσεις στο χωριό. Το ύψωμα και το εγκαταλελειμμένο χωριό ονομάζεται Κουρνός. Εκεί που βρίσκονται διαλυμένοι δύο δωρικοί ναοί, η τοποθεσία ονομάζεται Κιόνια. Ο τσιμέντινος δρόμος ξεκινάει κάθετα στο κεντρικό ασφάλτινο και φθάνει δίπλα από ένα σπίτι. Εκεί ακριβώς διακρίνεις το μονοπάτι. Ξεκινάει σαν «πλακονίθι» (δηλαδή σαν καλντερίμι περιτειχισμένο από ξερολιθιά) και ύστερα από λίγο γίνεται «τρόχαλο» κανονικό (δηλαδή στρωμένο με ακανόνιστες πέτρες σχεδόν διαλυμένο) που θέλει προσοχή. Η ανάβαση θα διαρκέσει 1 με 1.30 ώρα, αλλά όσα θα δεις και θα νιώσεις θα σε αποζημιώσουν με το παραπάνω για την κούραση. Θα αναρωτηθείς πολλές φορές «μα που πάω;», αλλά να ξέρεις πως περπατάς σε ένα ατόφιο μονοπάτι που δημιουργήθηκε πριν από τον 2ο αιώνα π.Χ. και εξακολουθεί να γοητεύει με τις εικόνες που προσφέρει όσους το ακολουθούν.

Πλησιάζοντας στο εγκαταλελειμμένο χωριό του Κουρνού θα συναντήσεις τις πρώτες καρυδιές και θα καταλάβεις γιατί μια σωλήνα ακολουθεί το μονοπάτι. Ο Κουρνός έχει μπόλικο νερό όλες τις εποχές του χρόνου και μπορεί τώρα να κατοικείται από γελάδες, κατσίκες και γουρούνια που βόσκουν ελεύθερα, αλλά παλιότερα ήταν σημαντικό χωριό και καλά προφυλαγμένο. Η Παναγιά του Κουρνού, η μονόχωρη μεσαιωνική εκκλησιά με το καμπαναριό της στέκει ακόμα ορθή και δίπλα της ένα αρχοντικό σπίτι, το μεγάλο πηγάδι κάτω από την πηγή και ένας καταπράσινος μπαξές. Αν συνεχίσεις τη νοητή γραμμή του μονοπατιού δίπλα από το τεράστιο πέτρινο τείχος που οριοθετεί τον μπαξέ (ή σχημάτιζε το πάλαι ποτέ υδραγωγείο) θα συναντήσεις και άλλα διαλυμένα σπίτια.

Το μονοπάτι χάνεται, αλλά καταλαβαίνεις ότι στρίβει δεξιά στην άκρη του υψώματος. Βάζοντας σαν στόχο τον βράχο απέναντι που ξεχωρίζει η κυλινδρική τσιμέντινη στήλη με το τριγωνομετρικό σημάδι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού θα συναντήσεις σε σωρό τα κομμάτια της αρχαίας πολιτείας της Αίγιλας. Έχεις φθάσει, λοιπόν, στα Κιόνια και αυτό που αντικρύζουν τα μάτια σου είναι τόσο θλιβερό όσο και αληθινό. Από τα 1843 που ο Γάλλος Lebas εντόπισε τα ιερά δύο δωρικών ναών του 2ου αιώνα π.Χ. όλοι λεηλατούν την περιοχή και κανένας δεν ενδιαφέρεται. Ο Παυσανίας μπορεί ποτέ του να μην είδε την Αίγιλα, αφού πήρε το πλοίο από την Τευθρώνη για το Ταίναρο, αλλά τη μνημονεύει στα Μεσσηνιακά. Διαβάστε το απόσπασμα και θα καταλάβετε:

«…Στη Λακωνική βρίσκεται η Αίγιλα, όπου υπάρχει ιερό της Δήμητρας άγιο. Ξέροντας ο Αριστομένης και οι δικοί του πως οι γυναίκες τελούν εκεί γιορτή προσπάθησαν να τις αρπάξουν. Οι γυναίκες όμως ξεσηκώθηκαν, όχι χωρίς συνεργεία της θεάς, για άμυνα και τραυμάτισαν τους περισσότερους Μεσσήνιους με τα μαχαίρια με τα οποία οι γυναίκες έσφαζαν τα ζώα της θυσίας και με τις σούβλες στις οποίες περνούσαν τα κρέατα για να τα ψήσουν. Τον Αριστομένη, χτυπώντας τον με τις δάδες, τον έπιασαν ζωντανό. Την ίδια όμως νύχτα σώθηκε στη Μεσσηνία. Ενοχοποιήθηκε η ιέρεια της Δήμητρας Αρχιδάμεια πως αυτή τον ελευθέρωσε, όχι για χρήματα, αλλά επειδή από πριν τον αγαπούσε. Εκείνη προφασίστηκε πως ο Αριστομένης είχε κάψει τα δεσμά του και δραπέτευσε…».

Σκεφθείτε τη σκηνή, και καθίστε δίπλα στις πεσμένες κολόνες ατενίζοντας το πέλαγος κάτω από τα πόδια σας. Τώρα που είστε εδώ, στο βουνό, στη μέση του τίποτα, χωρίς ορατά σημάδια σύγχρονου πολιτισμού, χωρίς τους ήχους του, είναι πολύ πιο εύκολο να αφεθείτε, να αφήσετε ελεύθερη τη φαντασία σας. Αναλογιστείτε ότι χιλιάδες άνθρωποι εδώ και αιώνες υπομονετικά ανεβαίνουν το ίδιο μονοπάτι, έρχονται στο ίδιο σημείο, ξαποσταίνουν και αφήνουν την ψυχή τους να πετάξει. Κάπως έτσι είναι ο τόπος αυτός. Κάπως έτσι είναι η Μάνη.

Του Γιάννη Ντρενογιάννη

5.2.23

Λατομεία στη Μάνη: Πετρολόοι και πετροφάοι...


Παλαιότερα (προ του 1700) τα λατομεία φαίνεται να τα εκμεταλλευόντουσαν από κοινού οι διάφορες οικογένειες αργότερα όμως οι Νυκλιάνοι και οι Μεγαλογεννήτες διεκδίκησαν δυναμικά το δικαίωμα εξόρυξης και είχαν οριοθετήσει «τα πετροκοπεία» (λατόμες) της κάθεγενιάς χαράζοντας σταυρούς και άλλα χαρακτηριστικά σύμβολα (στέμμα κ.τ..λ.) . Παραβίαση αυτού του όρου ήταν λόγος κήρυξης πολέμου και έναρξης βεντέτας.

Η εξόρυξη γινότανε με πρωτόγονες τεχνικές λόγω απουσίας μέσων παραγωγής, μεταφοράς και εξειδικευμένων ατόμων. Αυτός που επέλεγε (έκανε πετρολόϊσμα) και εξόρυσε τις πέτρες λεγότανε πετρολόος. Αυτός που τις κατεργαζότανε, πετροπελεκητής και πετροφάος.

Ήταν αυτοί που τα χαλίκια και οι βράχοι του τόπου, τους είχαν διδάξει την τέχνη της φύσης να δουλεύει την πέτρα. Για να κοπούν οι όγκοι των μαρμάρων (τάκοι) ακολούθησαν την εξής τακτική. Πριν μεταφερθούν στα «κλειστά» ή «ανοιχτά» εργαστήρια οι τάκοι λαξεύονται με πελεκανιές και μετά ισιώνονται πρώτα με τα χοντρά και μετά με τα ψιλά δόντια της χτενιάς (τύπος σφυριού με πεπλατυσμένα δόντια).


Αν οι τάκοι ήταν από πυρόλιθο τότε τους έτριβαν με πουριά. Μετά την πρώτη επεξεργασία οι τάκοι βάρους μέχρι 300 κιλών μεταφέρονταν από τουςπιο δυνατούς με «στήθιασμα» δηλ. μέχρι το ύψος του στήθους. Αρκετοί ήταν οι εξασκημένοι «στο αναχέρεισμα» των πετρωμάτων. Αρκετοί απ' αυτούς τις σήκωναν και στις πλάτες. Έτσι ανασήκωναν λίγο την ογκώδη πέτρα, έβαζαν από κάτω της «το κατρανακύλι» και αυτό λόγω της κυλινδρικής γεωμετρικής του φόρμας μετακινούσε την πέτρα.





Συχνά για τη μεταφορά των τάκων χρησιμοποιούσαν ζώα εργασίας (μουλάρια, γαϊδούρια), κατόπιν μεταφέρονταν και φορτώνονταν στα καΐκια και ύστερα με τη συνοδεία πετρολόων στον τόπο προορισμού τους. Για κοντινές αποστάσεις απ' το σημείο εξόρυξης (πετρολόϊσμα) μεταφέρονταν με «τα κατρανακύλια» μέχρι του σημείου πελεκανιάς όπου τα πετροπελεκούσαν με διαφόρων μεγεθών «σπύρια» με πίκους, Ήταν ή χτενιές, ζμίλα κ.α.



«Αρχές του αιώνα κάθε χοντροπελεκημένο και κουβαλημένο αγκουνάρι κόστιζε 4,5 δρχ.»

Στην λαογραφική μελέτη του Κυρ. Δ. Κάσση αναφέρεται και η τακτική που ακολουθούσαν οι πετρολόοι για να εξορύξουν πέτρες μεγάλου όγκου. Η τακτική αυτή επιβεβαιώνεται και από παρόμοια «περιγραφή της κυράς μου».

«Όγοιος ήθε να βγάλει μεγάλη πέτρα επάαινε σε Κρέμαση (=απόκρημνο μέρος που το πάνω μέρος του προεξέχει απο εκείνο που είναι ριζίμιο) και άνοιγε τρούπες ένα γύρω στη πέτρα που ήθε να βγάλει. Κάθε μέρα επάαινε κι έρριχνε αναβραστό νερό στι τρούπες μέχρι να ντήνε βράσει καλά. Απέει (μετά) την έκροε με βαϊρειά, την επιχερίζοτα με λοστούς και παραμίνες και την έρριχνε κάτου. Τα "αγκουνάϊρια" τα πελεκούσαν στον τόπο λατόμησης και τα κουβαλούσαν μετά. Αν ήταν πολύ μεγάλα τα κουβαλούσαν «κυλίστακα»(=κυλιστά), αν ήταν μέχρι 300 κιλά τα κουβαλούσαν στην πλάτη για να μη σπάσουν».

Στη λαϊκή τους ποίηση (μοιρολόγια) οι Μανιάτες εξυμνούν τους πετροπελεκητές, πετροφάους και άλλους μύστες της πέτρας και το χάρισμα τους είχε ταυτιστεί με την δύναμη και την ανδροπρέπεια.

Θεοδωρακάκου-Βαρελίδου, Π. (1999). «Λιθανάγλυφα κοσμικών και ταφικών μνημείων της Μάνης περιόδου 1780/1800-1930», Διδακτορική Διατριβή, Ε.Μ.Π., σ. 368.

1) Ε. Παπαγεωργάκη «Τα εις την Μαρμαρικήν Τέχνην χρήσιμα πετρώματα της Ελλάδος», Διατριβή επί υφηγεσία Αθήνα 1966 σ.236.

2) Κυριακούλη Πέτρου Θεοδωρακάκου. «Γενική Γεωλογία», Αθήνα 1970 σ.222.

3) Ιω. Ε. Παπαγεωργάκη, ο.π. σ. 235.

4) Ιω. Ε. Παπαγεωργάκη σ. 237 και Κυρ. Π. Θεοδωρακάκου ο.π. σ.223.

5) Γεωργίου Π. Βαγιακάκου., «Ανάπτυξη του Ν. Λακωνίας». Ανάτυπον εκ των «Λακωνικών Σπουδών» τομ. ΙΑ' (1992) σ.481-522. Θησαύρισμα Αριστείου Πνευματικού εις τον Δίκαιον Β. Βαγιακάκον Αθήνα 1992 σ. 497

6) Κυριάκος Δ. Κάσσης., «Λαογραφία της Μέσα Μάνης» Α' υλική ζωή Αθήνα 1980 σ. 119 και Παν. Στ. Κατσαφάδος., «Τα κάστρα της Μάνης» Αθήνα 1992 σ.34, 208.

7) Γ. Α. Μαραβελέα., «Πραστείο»- Μια αγνοημένη Μικρογραφία του Μυστρά. Αθήνα 1981.

8) Δημ. Δημητράκου-Μεσίσλη, «Οι Νυκλιάνοι», Αρχαίος εκδ. Οίκος Δ. ΔημητράκουΑ.Ε. σ.277.

9) Κυριάκος Δ. Κάσσης, ο.π. σ. 217.

6.11.22

Η τεχνο-επιστήμη και ο ρόλος της


Γνωρίζουμε πολλά, ως νοήμονες και διερευνητικοί, έχοντας το υψηλό χάρισμα της διάνοιας, όμως υπάρχουν πολλά που ακόμα δε γνωρίζουμε και ούτε θα μάθουμε ποτέ. Πρέπει ωστόσο, ως ευφυείς, να βρίσκουμε τρόπους να ενεργούμε συμβατά με το σύστημα, χωρίς να το θίγουμε, εκμεταλλευόμενοι τις λειτουργίες του. 

[του Α. Καπετάνιου*]

Οι τεχνοκράτες στο πρόβλημα βιωσιμότητας του πλανήτη, λόγω της έντονης και ισχυρής δραστηριότητας του ανθρώπου σε αυτόν, ακολουθώντας τις αρχές και τα προτάγματα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, έχουν (πειστική!) πρόταση: μιλούν για την επιστήμη που βρίσκει λύσεις και προωθεί την ανάπτυξη, μιλούν για καινοτομία και τεχνικές, μιλούν για ορθολογικοποίηση της παραγωγής, μιλούν για νέες ανακαλύψεις και νέες επαναστατικές τεχνικές. Όλα τούτα, συνδυαστικά και σωστά εφαρμοζόμενα, θα φέρουν τη λύση στ’ αδιέξοδα της γης (καλλίτερα, της κατοίκησης στη γη), υποκαθιστώντας την ανάγκη για πόρους με κάτι άλλο ή μειώνοντας την ανάγκη της χρήσης τους με την τεχνική, χωρίς μολοντούτο να μειώνεται η ανάπτυξη, ή κάνοντας πιο αποτελεσματικό το σύστημα παραγωγής. Διαμορφώνεται έτσι ένας «μεσσιανισμός» της επιστήμης και της τεχνολογίας, επαφιόμενοι εμείς, οι «κοινοί θνητοί», οι εφαρμοστές συστημάτων, στις λύσεις της. Η ζωή με την αντιμετώπιση τούτη μετατρέπεται σε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με απώτατο σκοπό το κέρδος.
Οι τεχνικές όμως εξομάλυνσης των επιπτώσεων και περιορισμού των συμπτωμάτων, απαλύνουν απλά την κρίση, χωρίς φυσικά να την εξαλείφουν, αφού αυτή υφίσταται και διαβρώνει το σύστημα της ζωής. Οι εν λόγω «λύσεις» δείχνουν ότι ο άνθρωπος, έχοντας τη λογική του κυρίαρχου στη γη και λειτουργώντας πλήρως ανθρωποκεντρικά, αναπτύσσει στρατηγικές της κυριαρχίας του, δημιουργώντας ένα σύστημα εναλλακτικών λύσεων για την εδραίωσή του, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό την επιστήμη, την τεχνική, τη μεθοδολογία και την παραγωγικότητα. Τούτο όμως, που ανέφερε ο Αμερικανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα Γουίλιαμ Τζέιμς (William James) πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι «η επιστήμη είναι μια σταγόνα, ενώ η άγνοιά μας είναι μια θάλασσα!».
 
Η επιστήμη εν προκειμένω (κατά βάσιν οι κλάδοι των θετικών επιστημών) λειτουργεί ως δεκανίκι της αγοράς, χρησιμοποιουμένη από τη χρηματοπιστωτική οικονομία για την επίτευξη οικονομικού οφέλους (κέρδους). Όμως η κοινωνία δεν ωφελείται από τη συγκεκριμένη πολιτική, αφού η γενική τεχνική εξέλιξη, εφαρμοζομένη για την επίτευξη όσο το δυνατό μεγαλύτερου κέρδους, δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση για κοινωνική και οικονομική ωφελιμότητα. Και τούτο διότι, ενώ το κεφάλαιο αυξάνει τα κέρδη του από την κατάσταση αυτή, οι βασικές κοινωνικές ανάγκες μένουν ανικανοποίητες, αφού, στα πλαίσια των οικονομικών στρατηγικών που εφαρμόζονται για την επίτευξη μεγαλύτερου κέρδους, οργανώνεται τεχνητά η έλλειψη αγαθών και σπαταλούνται φυσικές πηγές κι ανθρώπινη εργασία, κατευθύνοντας, με τις μεθόδους του marketing, την παραγωγή και την κατανάλωση σε συγκεκριμένα προϊόντα, η πώληση των οποίων αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος, χωρίς μολοντούτο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ανάγκη παραγωγής τους. Έτσι, κατορθώνεται από το οικονομικό σύστημα να εκλογικευτεί το παράλογο, δηλαδή η σπατάλη να στέκει μαζί με την έλλειψη και τα δυο να συγκροτούν το σύστημα ζωής του ανθρώπου, υποστηρίζοντας, με την υποβαλλόμενη/επιβαλλόμενη πολιτική, την από κοινού διαγεγραμμένη πορεία τους. Τούτο απαιτεί σπατάλη εργασίας και πόρων, για την ικανοποίηση της διαμορφωμένης έλλειψης, κάτι που, όπως είναι φυσικό, αποβαίνει μοιραίο για τον πλανήτη και για το μέλλον του ανθρώπου στη γη.
 
Από την άποψη της οικολογίας αν δούμε το ζήτημα της χρησιμοποίησης της επιστήμης (αναφερόμαστε στις θετικές επιστήμες) για την επίλυση οικολογικών προβλημάτων του πλανήτη ή για την υποκατάσταση φυσικών πόρων από τεχνητούς, διαπιστώνουμε το αντίνομο της τοιαύτης αντίληψης, να θεωρούμε (να βαυκαλιζόμαστε) δηλαδή ότι μπορούμε να υποκαταστήσουμε μια σειρά πολύπλοκων μηχανισμών φυσικής αυτορρύθμισης, που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για τη δημιουργία και την εξέλιξή τους, από τεχνολογικές μεθόδους, εφαρμογές και προϊόντα. Η δε εξάρτηση του ανθρώπου από την ιδέα τούτη, με τη «θεοποίηση» της επιστήμης κι αντίστοιχα την άφεσή του στα χέρια της, αποτελεί μιαν αυτοκαταστροφική πολιτική, που ήδη τ’ αποτελέσματά της γίνονται φανερά με δραματικό τρόπο ̇ δυστυχώς όμως, όχι ακόμα συνειδητοποιήσιμα! Θα λέγαμε ότι η κοινωνία «δηλητηριάζεται» από τον επιστημονισμό που τη διαποτίζει, δηλαδή από την εξάρτησή της από την πάντα παρούσα και ικανή να δίνει λύσεις επιστήμη, που αποτελεί μιαν ιδεολογία του αδιανόητου που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας, σύμφωνα με την οποία, οι επιστήμες αρκούν για όλα.
 
Από την παραπάνω λογική είναι απορριπτέα ή εκδιώχνεται η ηθική, καθόσον βρίσκεται μακριά ή αντίθετα από την προβληματική της αξιακής θεώρησης των ζητημάτων σύμφωνα με την τρέχουσα πραγματικότητα. Και τούτο διότι στις θετικές επιστήμες η έννοια της ηθικής δεν υφίσταται, καθώς γι’ αυτές τα πάντα είναι αήθικα, αφού, κατά τον Αυστριακό φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (ή Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν) (Ludwig Josef Johann Wittgenstein), η επιστήμη βλέπει την ηθική ως αντικείμενο, τ’ οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει, όχι όμως να το κρίνει ̇ τούτο είναι δουλειά της φιλοσοφίας. Έχει, υπό αυτή την έννοια πρόβλημα να δικαιολογηθεί η επιστήμη ως προς τις ενέργειές της και να δηλωθεί θετικά, αν είναι αφιλοσόφητη ̇ και γίνεται εκ του λόγου τούτου έωλη και σερνάμενη καταστάσεων κι επιδιώξεων!
 
Διευκρινίζουμε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η επιστήμη ως ιδέα και ως εφαρμογή κάθε άλλο παρά απορριπτέα είναι, αντιθέτως, απορριπτέος είναι ο επιστημονισμός ως ιδεολογία και ως τρόπος εφαρμογής της επιστήμης. Αρνούμενοι, περαιτέρω, τον τεχνοκρατισμό, που χρησιμοποιεί την επιστήμη για να επιβληθεί κατά την εφαρμογή της ιδεολογίας της τεχνοκρατίας (που πρεσβεύει μιαν υποθετική μορφή διακυβέρνησης στην οποία οι επιστήμονες και άλλοι εμπειρογνώμονες έχουν τον έλεγχο της λήψης αποφάσεων στους αντίστοιχους τομείς τους), δε σημαίνει ότι αρνούμαστε την, πάντα χρήσιμη και αναγκαία, τεχνική. Ο τεχνοκρατισμός είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης οπού εκείνοι που έχουν τις γνώσεις, την εμπειρία και τις δεξιότητες συνθέτουν τη δημόσια διοίκηση για την εξυπηρέτηση κατ’ ουσίαν της οικονομίας (προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις tekhne, δηλαδή δεξιότητα, και kratos, δηλαδή εξουσία). Διά της ηθικής, που αρνούνται οι παραπάνω ιδεολογίες, καθορίζουμε τον αξιακό τρόπο εφαρμογής της επιστήμης και της τεχνικής, ώστε να μην υποσκάπτουν τον άνθρωπο, οδηγώντας τον, ανύποπτα κι ασυνείδητα, στην κατάρρευση! Όμορφα τούτο το αποδίδει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στην «Ασάλευτη ζωή» ως εξής:
 
«Ιδέα και χέρια μέσα μου, και η Τέχνη κ’ η Επιστήμη να χτίσουν αγωνίζονται τον ίδιο τον ναό...»

Η επιστήμη, κατά την πολιτική του ανθρώπου, ήδη υπόκειται σ’ έναν φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης επιτευγμάτων στην κοινωνία μας, για την απεγκλωβισμό της από το οικολογικό της πρόβλημα ̇ έναν κύκλο όμως που συνοδεύεται από διαταραχές, που καθίστανται οδυνηρότερες με την πρόοδο της κατάστασης. Ο άνθρωπος, ως συνειδητός του ρόλου του και της αποστολής του στο φυσικό σύστημα, πρέπει να επιδιώξει ένα συμβιβασμό μεταξύ των αναγκών του, ούτως ώστε να ικανοποιούνται πληρέστερα οι ανάγκες του φυσικού συστήματος, αφού η διατήρησή του είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Πρέπει να συνειδητοποιηθούμε σε σχέση με τις πράξεις μας, ν’ αναζητήσουμε τις αξίες μας, να ορίσουμε τα όριά μας εντός των ορίων του συστήματος οπού δραστηριοποιούμαστε, και να καθορίσουμε στέργια και λογικά το μέλλον μας. Γνωρίζουμε πολλά, ως νοήμονες και διερευνητικοί, έχοντας το υψηλό χάρισμα της διάνοιας, όμως υπάρχουν πολλά που ακόμα δε γνωρίζουμε και ούτε θα μάθουμε ποτέ. Πρέπει ωστόσο, ως ευφυείς, να βρίσκουμε τρόπους να ενεργούμε συμβατά με το σύστημα, χωρίς να το θίγουμε, εκμεταλλευόμενοι τις λειτουργίες του. Τούτο αποτελεί τη μεγάλη αποστολή του ανθρώπου, ο οποίος, ως ον με λογική και με βούληση πρέπει να ενεργεί σκεπτόμενος το μέλλον του, που δε νοείται έξω από το σύστημα που τον συντηρεί. Η επιστήμη σε αυτό το κυρίαρχο εγχείρημα έχει ρόλο σημαντικό και τη χρειαζόμαστε...

*από το βιβλίο του “ΦΥΣΙΣ ΕΡΓΟΝ. Νοώντας για τη φύση...”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2017, http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=40885)