Η αναπαραγωγή της δυστυχίας...
Η «Κραυγή» του Edvard Munch είναι ο δεύτερος πιο διάσημος πίνακας στην ιστορία της τέχνης |
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις
τη ζωή σου όπως τη θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις»
(«Όσο μπορείς», Κ.Π. Καβάφης)
Διερωτώμαι εάν η σιωπή με την οποία ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις καταστάσεις που τον αφορούν, προκύπτει ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του στη διαδικασία της προϊούσας κρίσης, όπως στην εποχή μας διαμορφώνεται, μέσα από μια στάση εξαλλαγής και ένοχης απουσίας ή είναι αποτέλεσμα της σκιαμαχίας και της κλαυθμηράς αποδοχής του σημερινού status, μέσα από μια στάση άφεσης και υποταγής.
Όποια κι αν είναι η απάντηση στο ερώτημα τούτο, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η κοινωνία μας κανοναρχείται κατά τρόπο που επιβάλλεται η αναλγησία του πνεύματος και των συναισθημάτων, κάτι που επιφέρει την αποστέρηση των ουσιωδών πραγμάτων στη ζωή του ανθρώπου, και κάμνει αυτή να μη ζείται ουσιαστικά και πλέρια. Έτσι επικρατούν τα φθισικά και κατώτερα στοιχεία της, που την αλλοτριώνουν, που τη μολεύουν και την κάμνουν ανούσια, φθίνουσα και ουτιδανή.
Αναδεικνύεται η μετριότητα, ο ατομισμός, η αχρειοσύνη, η αλλοτρίωση, το σφαλερόν, το έντρομον. Τούτα παράγουν δυστυχία, σκοτεινιά, φιλοπρωτία. «Το ανθρώπινο κεφάλι είναι σήμερα τόσο διαμελισμένο από την ανθρώπινη αχρειοσύνη, ώστε και τα ίδια του τα δόντια το βαραίνουν», σημείωνε με νόημα η αμερικανίδα συγγραφέας Τζούνα Μπάρνς (1892-1982).
Βλέπουμε λοιπόν μιαν ανερμάτιστη και σκιατραφή κοινωνία, παρόλα αυτά, δογματική, απόλυτη, σιδηρά, που ως τέτοια κάμπτει τον άνθρωπο και τον υποδουλώνει στις ανάγκες του, στα βάρη που το σύστημά της δημιουργεί. Η κοινωνία αυτή βαυκαλίζεται με βερμπαλισμούς και σβήνεται με ρηχές αναπνοές, καθοδηγούμενη από ανθρώπους μικρούς, που προβάλλονται ως «μεγάλοι», που μιλούν χωρίς να λένε τίποτα, χωρίς να παράγουν λόγο, σκέψη, έργο, χωρίς να προάγουν τη ζωή. Επιδίωξή τους, κατά κανόνα, είναι η απόκτηση προσωπικού οφέλους, αποκόμισης κερδών υλικών.
Το τραγικόν του βίου του ανθρώπου, που τον κάμνει –εντέλει– ανωφελή κι εφιαλτικό, διαφαίνεται από πράξεις που στιγματίζουν τη σύγχρονη ζωή κι αναδεικνύουν το οικτρόν και –φορές– το γελοίον του πράγματος.
Άλλοι, έτσι, λοιδορούν και πλουτίζουν, εκμεταλλευόμενοι το δράμα των καιρών, κι άλλοι, λόγω ακριβώς αυτού του δράματος, υποφέρουν, υπομένοντας καρτερικά. Ο βιοπαλαιστής άνθρωπος αγωνίζεται σε όλη του τη ζωή για να κάμνει το μικρό του όνειρο πραγματικότητα. Ποιο είναι αυτό; Η διατήρηση κι αναγωγή της ζωής του στα δυο μέτρα γης που του αναλογούν. Απλά, λιτά, απέριττα, κεκοπιακώς, μα ζωτικά… Μια ανάσα βρε αδελφέ, ένας χώρος ζωής κι ελπίδας˙ όχι πλούτη, όχι χλιδή, που οι «σημαντικοί» της γης επιδιώκουν. Αυτά τα ελάχιστα, …τίποτα περισσότερο. Σε αυτά μένει, σε αυτά αρκείται ο απλός, ο ανέγγιχτος από τα θολερά άνθρωπος. Κοντά σε τούτα, έχει θέση το συναίσθημα, η αγάπη, ο λόγος της καρδιάς. Στην κατοικία τούτη της ζωής χωρούν τα τερπνά, χωρούν τα δροσάτα, χωρούν τα ευφρόσυνα˙ χωρεί η ελπίδα!
Οι Κλεάνθιοι κόποι παιδεύουν και φλογίζουν. Κάμνουν τον πονητή άνθρωπο παιδευμένο κι ασκημένο στο ζην. Ο οικήτωρ στα ωραία τούτα, ανάγεται, γίνεται τηλαυγής, ριγηλός. Σ’ αυτόν, το λοιπόν, η ελπίδα μας, σ’ αυτόν οι προσμονές μας… Είναι ο συνήθης άνθρωπος, που όμως, αλί, στέκεται απόσκιος και αφανής! Εάν αυτός προταχθεί, εάν αναδειχτεί ως ο ήρως του βίου, τότε θάχει ελπίδα η ζωή. Σύμφωνα με τον αιρετικό ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, «…αυτοί (οι άνθρωποι) είναι τα μαργαριτάρια που πρέπει να βουτήξεις στα βαθιά για να τους βρεις (είναι οι γύρω μας, που, όμως, δε φαίνονται!), ενώ οι φελλοί επιπλέουν και τους βλέπεις με την πρώτη ματιά».
Ιδανικό θα ήταν οι άνθρωποι να ευτυχούν, εάν μέσα τους υπήρχαν. Να θάλπουν και να θάλλουν. Όμως, δε συμβαίνει αυτό. Ελεγειακό είν’ το τοπίο της ζωής˙ θλιβερό παρά την εικονική ευτυχία που στήνεται ως σκηνικό. Χωρογραφία πόνου. Ο άνθρωπος, προδομένος από τα πρότυπά του, ακόμα κι από τον εαυτό του, αφήνεται και καταρρέει˙ ανέγνωστος κι απροσδιόριστος. Βεβαρημένος από ζυγούς και βάρη, οξύχολους τόνους και μαρτυρικούς κόρους, αφήνεται στο ρέον της ζωής, παρασύρεται και δαπανάται αποβαλλόμενος μες την τύρβη χειμαρρικών νερών. Η πίστη σε αξίες και ιδανικά, που θα ήταν ικανά να γεμίσουν τη ζωή του και θα ήταν πρόθυμος γι’ αυτά να υποστεί τις μεγαλύτερες θυσίες για να τα υπερασπιστεί, χάνεται σε έμπεδα και τοίχους ψηλούς, που βίαια μεταλλάσσουν τη σκέψη και την κατευθύνουν στην υποβολή, στην προσαρμογή. Οι οφθαλμοί χαμηλώνονται και το βλέμμα γίνεται μικρό και περιχαρακωμένο. Βαρυαλγούσα η καρδιά, μαρτυρά.
Η δυστυχία αναπαράγεται στο βίο του ανθρώπου με καθημερινές πράξεις και εικόνες, που του αφαιρούν ζωή, που τον παραπετούν και τον σκορπίζουν. Ράκος, σκέλεθρο ο άνθρωπος, συμπράττει στη φθίση, αναπαράγοντας τη δυστυχία. Τα υποκατάστατα ζωής τον καταρρακώνουν, επιτείνοντας την κρίση, μα αυτός ευτυχεί! Το ψεύτικο κι επίπλαστο, με το οποίο χαίρεται «απολαμβάνοντας» τη ζωή, δεν καλύπτει το μεγάλο κενό στην ανθρώπινη ψυχή και δεν υποκαθιστά τα μεγάλα κι υψηλά που αγνοεί. Ο άνθρωπος καταπίπτει στον βεβαρημένο βίο του χωρίς να εγνωστεί και να ευτυχίσει σε σχέση με το μεγαλείο της ζωής, που αγνοεί!
Η δυστυχία αναπαράγεται στο βίο του ανθρώπου, σε κάθε γενιά, σε κάθε εποχή. Δεν είναι η δυστυχία του πολέμου, των δηλώσεων ή των απηνών καταστροφών. Δεν είναι η δυστυχία του ασυναίσθητου βίου, της τεχνοκρατικής ζωής, της εικονικής πραγματικότητας˙ αυτά, αλί, απολαμβάνονται! Είναι η δυστυχία της ψυχής του ανθρώπου, κι αυτό είναι το τραγικότερο όλων…
(του Αντώνη Καπετάνιου, από τη σειρά μικρών δοκιμίων με τον τίτλο “Τα ιδιόγραφα”)
Βλέπουμε λοιπόν μιαν ανερμάτιστη και σκιατραφή κοινωνία, παρόλα αυτά, δογματική, απόλυτη, σιδηρά, που ως τέτοια κάμπτει τον άνθρωπο και τον υποδουλώνει στις ανάγκες του, στα βάρη που το σύστημά της δημιουργεί. Η κοινωνία αυτή βαυκαλίζεται με βερμπαλισμούς και σβήνεται με ρηχές αναπνοές, καθοδηγούμενη από ανθρώπους μικρούς, που προβάλλονται ως «μεγάλοι», που μιλούν χωρίς να λένε τίποτα, χωρίς να παράγουν λόγο, σκέψη, έργο, χωρίς να προάγουν τη ζωή. Επιδίωξή τους, κατά κανόνα, είναι η απόκτηση προσωπικού οφέλους, αποκόμισης κερδών υλικών.
Το τραγικόν του βίου του ανθρώπου, που τον κάμνει –εντέλει– ανωφελή κι εφιαλτικό, διαφαίνεται από πράξεις που στιγματίζουν τη σύγχρονη ζωή κι αναδεικνύουν το οικτρόν και –φορές– το γελοίον του πράγματος.
Τα παραδείγματα της κρίσης στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, είναι πολλά κι εναλλάσσονται κατ’ εποχές και με κάθε αφορμή, έχοντας όμως την ίδια αφετηρία: την αποχή του ανθρώπου από τον εαυτό του και το ανέστιον του βίου του! Ας θυμηθούμε το επιδεικτικό ξεγύμνωμα των νέων μπρος στον Άγνωστο Στρατιώτη εν έτει 1995, ως αντίδραση στους φραγμούς που επιβλήθηκαν τότε στη νυχτερινή διασκέδασή τους (αφού είχε θεσμοθετηθεί ο περιορισμός της λειτουργίας των νυχτερινών μαγαζιών), κάτι που δείχνει κοινωνία βυθία, η οποία εξεγείρεται –ζωωδώς και βαρβαρικώς– διότι θεωρεί ότι αποστερείται κείνα που τη διασκεδάζουν, που την ελαφραίνουν˙ καθεύδει όμως μπρος σε άλλα σημαντικότερα του βίου, όπως στην καταπίεση των ανθρώπινων συναισθημάτων και στον παραμερισμό του πνεύματος, που το σύστημα, το ίδιο της ζωής που υποστηρίζουν απογυμνώμενοι, τους τα αποστερεί!
Το κάψιμο της ελληνικής σημαίας –με κάθε αφορμή– από αντιφρονούντες, οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν εναντιώνονται στο σύστημα που τους διαπλάθει και τους δικαιολογεί ως οντότητες, αποτελεί μιαν άλλη δυστυχία των καιρών μας, η οποία συμπληρώνεται με την καταστροφή σχολικών και πανεπιστημιακών κτηρίων από καταληψίες –η καταστροφή εν προκειμένω δικαιολογείται ως πράξη διαμορφώνοντας την ισοπεδωτική νοοτροπία της αντίδρασης!
Οι συμπλοκές, οι ύβρεις και οι αισχρές κατηγόριες των κοινοβουλευτικών μας εκπροσώπων, μέσα στο κτήριο του κοινοβουλίου, αποτυπώνει έναν καθολικό εκπεσμό, αφού αυτοί αντιπροσωπεύουν το λαό που εκπροσωπούν. Ο πρωτογονισμός, ο μεσαίωνας της κοινωνίας μας σε ποικίλες πράξεις και συμπεριφορές, δηλοποιεί μια δυστυχία ήθους, πνεύματος, αισθητικής, σε μια κοινωνία μικρή, πάσχουσα κι ελεγειακή.
Η βάναυση κακοποίηση της γλώσσας μας, η απονεύρωσή της στα πλαίσια της ησυχίας του πνεύματος, η συστηματική χαλκουργία της για την προσαρμογή της στα σύγχρονα, διαμορφώνουν μιαν απερίγραπτη πτωχεία στα πλαίσια της σύνολης υποβάθμισής μας, π’ αποτελεί δράμα σκαιόν, άφατον, μια λοίσθια πορεία στους καιρούς της σάρωσης, που κάμνει την κοινωνία φτωχότερη και δραματικότερη.
Άλλοι, έτσι, λοιδορούν και πλουτίζουν, εκμεταλλευόμενοι το δράμα των καιρών, κι άλλοι, λόγω ακριβώς αυτού του δράματος, υποφέρουν, υπομένοντας καρτερικά. Ο βιοπαλαιστής άνθρωπος αγωνίζεται σε όλη του τη ζωή για να κάμνει το μικρό του όνειρο πραγματικότητα. Ποιο είναι αυτό; Η διατήρηση κι αναγωγή της ζωής του στα δυο μέτρα γης που του αναλογούν. Απλά, λιτά, απέριττα, κεκοπιακώς, μα ζωτικά… Μια ανάσα βρε αδελφέ, ένας χώρος ζωής κι ελπίδας˙ όχι πλούτη, όχι χλιδή, που οι «σημαντικοί» της γης επιδιώκουν. Αυτά τα ελάχιστα, …τίποτα περισσότερο. Σε αυτά μένει, σε αυτά αρκείται ο απλός, ο ανέγγιχτος από τα θολερά άνθρωπος. Κοντά σε τούτα, έχει θέση το συναίσθημα, η αγάπη, ο λόγος της καρδιάς. Στην κατοικία τούτη της ζωής χωρούν τα τερπνά, χωρούν τα δροσάτα, χωρούν τα ευφρόσυνα˙ χωρεί η ελπίδα!
Οι Κλεάνθιοι κόποι παιδεύουν και φλογίζουν. Κάμνουν τον πονητή άνθρωπο παιδευμένο κι ασκημένο στο ζην. Ο οικήτωρ στα ωραία τούτα, ανάγεται, γίνεται τηλαυγής, ριγηλός. Σ’ αυτόν, το λοιπόν, η ελπίδα μας, σ’ αυτόν οι προσμονές μας… Είναι ο συνήθης άνθρωπος, που όμως, αλί, στέκεται απόσκιος και αφανής! Εάν αυτός προταχθεί, εάν αναδειχτεί ως ο ήρως του βίου, τότε θάχει ελπίδα η ζωή. Σύμφωνα με τον αιρετικό ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, «…αυτοί (οι άνθρωποι) είναι τα μαργαριτάρια που πρέπει να βουτήξεις στα βαθιά για να τους βρεις (είναι οι γύρω μας, που, όμως, δε φαίνονται!), ενώ οι φελλοί επιπλέουν και τους βλέπεις με την πρώτη ματιά».
Ιδανικό θα ήταν οι άνθρωποι να ευτυχούν, εάν μέσα τους υπήρχαν. Να θάλπουν και να θάλλουν. Όμως, δε συμβαίνει αυτό. Ελεγειακό είν’ το τοπίο της ζωής˙ θλιβερό παρά την εικονική ευτυχία που στήνεται ως σκηνικό. Χωρογραφία πόνου. Ο άνθρωπος, προδομένος από τα πρότυπά του, ακόμα κι από τον εαυτό του, αφήνεται και καταρρέει˙ ανέγνωστος κι απροσδιόριστος. Βεβαρημένος από ζυγούς και βάρη, οξύχολους τόνους και μαρτυρικούς κόρους, αφήνεται στο ρέον της ζωής, παρασύρεται και δαπανάται αποβαλλόμενος μες την τύρβη χειμαρρικών νερών. Η πίστη σε αξίες και ιδανικά, που θα ήταν ικανά να γεμίσουν τη ζωή του και θα ήταν πρόθυμος γι’ αυτά να υποστεί τις μεγαλύτερες θυσίες για να τα υπερασπιστεί, χάνεται σε έμπεδα και τοίχους ψηλούς, που βίαια μεταλλάσσουν τη σκέψη και την κατευθύνουν στην υποβολή, στην προσαρμογή. Οι οφθαλμοί χαμηλώνονται και το βλέμμα γίνεται μικρό και περιχαρακωμένο. Βαρυαλγούσα η καρδιά, μαρτυρά.
Η ανία, η απογοήτευση, η μοναξιά κυριαρχούν, παρά την πλησμονή του βίου, και η εθελοδουλία στα επιβαλλόμενα –ω τι τραγικό– αντιμετωπίζεται ως απόλαυση! Απόλαυση της ακινησίας, της μέθης του Σιληνού, της μακάριας αποκάρωσης οπού αφήνεται ο άνθρωπος. Έτσι, απλά κι ανέγνωστα, ασυναίσθητα σε σχέση με το βάρος της, «απολαμβάνεται» σήμερα η δυστυχία!
Η δυστυχία αναπαράγεται στο βίο του ανθρώπου με καθημερινές πράξεις και εικόνες, που του αφαιρούν ζωή, που τον παραπετούν και τον σκορπίζουν. Ράκος, σκέλεθρο ο άνθρωπος, συμπράττει στη φθίση, αναπαράγοντας τη δυστυχία. Τα υποκατάστατα ζωής τον καταρρακώνουν, επιτείνοντας την κρίση, μα αυτός ευτυχεί! Το ψεύτικο κι επίπλαστο, με το οποίο χαίρεται «απολαμβάνοντας» τη ζωή, δεν καλύπτει το μεγάλο κενό στην ανθρώπινη ψυχή και δεν υποκαθιστά τα μεγάλα κι υψηλά που αγνοεί. Ο άνθρωπος καταπίπτει στον βεβαρημένο βίο του χωρίς να εγνωστεί και να ευτυχίσει σε σχέση με το μεγαλείο της ζωής, που αγνοεί!
Η δυστυχία αναπαράγεται στο βίο του ανθρώπου, σε κάθε γενιά, σε κάθε εποχή. Δεν είναι η δυστυχία του πολέμου, των δηλώσεων ή των απηνών καταστροφών. Δεν είναι η δυστυχία του ασυναίσθητου βίου, της τεχνοκρατικής ζωής, της εικονικής πραγματικότητας˙ αυτά, αλί, απολαμβάνονται! Είναι η δυστυχία της ψυχής του ανθρώπου, κι αυτό είναι το τραγικότερο όλων…
(του Αντώνη Καπετάνιου, από τη σειρά μικρών δοκιμίων με τον τίτλο “Τα ιδιόγραφα”)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!