Το ανήμπορο βλέμμα του Έλληνα πολίτη
Τον θυμάστε τον φίλο μου τον Λευτεράκη; Όχι, δεν είναι ο Λευτεράκης του Σακελλάριου, είναι ο δικός μου παιδικός φίλος. Αυτός που με έκανε να ελπίζω -έστω και για λίγο- ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στο ελληνικό δημόσιο. Tώρα με το επεισόδιο «Λιάπη» τον θυμήθηκα πάλι. Επειδή έχει τρία παιδιά και πήρε αυτοκίνητο με κόκκινες πινακίδες ως πολύτεκνος.
Θυμάμαι πως γκρίνιαζε όταν πριν 3-4 χρόνια τον πιέζαμε όλοι να το πάρει για μη χάσει κι αυτό το δικαίωμα. «Τι δουλειά έχω εγώ με τα 2.000 κυβικά; κι αν κάτι δεν πάει καλά, πιστεύετε εσείς κανέναν εκεί στις ψηλές καρέκλες; Θα μου μείνει αμανάτι η μαούνα και δεν θα ξέρω πως να τη συντηρήσω...».
Ετρεμε κυριολεκτικά! Κι έψαχνε, θυμάμαι, ν’ αγοράσει κάτι που θα έβγαζε τουλάχιστον όσο το δυνατόν χαμηλότερους ρύπους. Για το περιβάλλον, έλεγε, αλλά και για μένα. Και μετρούσε και ξαναμετρούσε τα κουκιά. Και τώρα τελευταία, έψαχνε πώς θα μετακινείται, αφού… παραδώσει τις πινακίδες. Αυτός και τα τρία παιδιά του...
Πόσο δίκιο είχε ο Λευτέρης. Δεν πέρασε πολύς καιρός και δικαιώθηκε σε όλα όσα γκρίνιαζε. Ήρθε το χαράτσι με τα αυξημένα τέλη και την ασφάλεια, ήρθε το αναδρομικό χαράτσι με τον φόρο πολυτελείας για ένα αυτοκίνητο που ούτως ή άλλως ελάχιστα κινούνταν λόγω των τιμών των καυσίμων. Και φυσικά, ήρθε το χαστούκι διαρκείας που έγραφε «έκανες παιδιά; έσφαλες, μ..κα, πλήρωνε…». Ποιος σου είπε να διάγεις πολυτελή βίο;Θυμάμαι πως γκρίνιαζε όταν πριν 3-4 χρόνια τον πιέζαμε όλοι να το πάρει για μη χάσει κι αυτό το δικαίωμα. «Τι δουλειά έχω εγώ με τα 2.000 κυβικά; κι αν κάτι δεν πάει καλά, πιστεύετε εσείς κανέναν εκεί στις ψηλές καρέκλες; Θα μου μείνει αμανάτι η μαούνα και δεν θα ξέρω πως να τη συντηρήσω...».
Ετρεμε κυριολεκτικά! Κι έψαχνε, θυμάμαι, ν’ αγοράσει κάτι που θα έβγαζε τουλάχιστον όσο το δυνατόν χαμηλότερους ρύπους. Για το περιβάλλον, έλεγε, αλλά και για μένα. Και μετρούσε και ξαναμετρούσε τα κουκιά. Και τώρα τελευταία, έψαχνε πώς θα μετακινείται, αφού… παραδώσει τις πινακίδες. Αυτός και τα τρία παιδιά του...
Ήξερα πού θα τον βρω. Εκεί που κάποτε ως παιδιά, ιδρώσαμε τη φανέλα και πλάσαμε όνειρα, περήφανα αλλά τυφλά, θεότυφλα. Τον βρήκα πρωί-πρωί, πριν τη δουλειά, να παίρνει γύρους με το κεφάλι κάτω, μισοπερπατώντας, μισοτρέχοντας.
-Λευτέρη, πώς δεν σκέφτηκες να πάρεις κι εσύ πλαστές πινακίδες, σαν του Λιάπη; στη Ζήνωνος και Αγίου Κωνσταντίνου τις παίρνεις αυθημερόν και δεν σε γράφουν σε κανένα κιτάπι.
Και πρόσθεσα, δίνοντάς του κι άλλη πάσα:
Κι εκείνος, αφού με κοίταξε καλά-καλά, δεν είπε τίποτε...
To ήξερα εγώ αυτό το κοίταγμα. Δεν ήταν το γκρινιάρικο, το κατατρεγμένο, δεν ήταν το επιθετικό. Ούτε το χαμογελαστό ήταν, ούτε καν το ειρωνικό.
Ήταν το παραδομένο, τα απλανές, το χαμένο. Από τα μάτια του Λευτέρη έλειπε η ελπίδα. Η λάμψη της ελπίδας. Αυτή που με έκανε να τον ξεχωρίσω από τα παιδικά μας χρόνια.
Αλίμονο, το ήξερα καλά αυτό το ανήμπορο βλέμμα. Και το ξέρετε κι εσείς. Είναι το ίδιο που αντικρίζουμε καθημερινά, όλο και περισσότερο, στον Έλληνα πολίτη.
[αναδημοσίευση από το Protagon.gr]
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!