15.12.12

Βίος αβίωτος...

Κατά μία τουλάχιστον εκδοχή η κρίση και η αντίφαση της ανάπτυξης οφείλονται στη θεμελιώδη αντινομία που χαρακτηρίζει το κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα επί του οποίου αυτή στηρίζεται. Την αδυναμία, δηλαδή, να συλλάβει και να αποτιμήσει με μη οικονομικούς όρους τις σχέσεις της οικονομίας με τον περιβάλλοντα αυτήν κόσμο (στο πολιτικό, το πολιτισμικό, το ηθικό, το κοινωνικό και το φυσικό πεδίο). Αντίθετα, η «οικονομικοποίηση» όλων των φαινομένων και η υποτίμηση οποιουδήποτε δεν είναι ποσοτικά μετρήσιμο οδηγεί όχι μόνο στη γενίκευση της ισχύος του ήδη κυρίαρχου υποδείγματος, αλλά και στην υποταγή σε αυτό όλων των εξωοικονομικών συντελεστών, περιλαμβανομένου και του φυσικού κεφαλαίου.

Η ιδέα για τη «βιώσιμη ανάπτυξη» (sustainable development), όπως κωδικοποιήθηκε το 1987 από την αρμόδια Διεθνή Επιτροπή, στοχεύει ακριβώς να διορθώσει την αρνητική ανάδραση αποκαθιστώντας μια θετική σχέση μεταξύ ανάπτυξης και περιβάλλοντος μέσω του περιορισμού των ανεπιθύμητων παρενεργειών της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης.

Στην περίπτωση αυτή η ανάπτυξη παρεμβαίνει στο περιβάλλον με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η διατήρησή της και στο μέλλον. Αρα, βιώσιμη είναι η ανάπτυξη που επιτρέπει να ικανοποιούμε τις ανάγκες του παρόντος δίχως όμως να υποθηκεύουμε τις συνθήκες του μέλλοντος.

Το ερώτημα είναι βέβαια πώς μπορεί να γίνει αυτό τη στιγμή που όχι μόνο απουσιάζει ένα αποτελεσματικό εναλλακτικό υπόδειγμα αλλά και οι στοιχειώδεις θεσμοί και οι διαδικασίες για την αντιμετώπιση σε παγκόσμια κλίμακα ενός «μη διαιρετού προβλήματος που καλείται να λύσει μια διαιρεμένη ανθρωπότητα», όπως έχει επισημάνει ο Κ. Τσουκαλάς. Συνάμα, δικαιολογημένα ίσως από τη δική τους σκοπιά, χώρες και κοινωνίες της ύστερης ανάπτυξης (μεταξύ αυτών και η δική μας) δεν φείδονται τρόπων και μέσων για την ταχύτερη και εκτενέστερη δυνατή ανάπτυξή τους με κάθε κόστος «εδώ και τώρα», με συνέπεια το περιβάλλον να εξακολουθεί να θυσιάζεται στον βωμό της οικονομικής μεγέθυνσης και της δημοφιλούς πολιτικής βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και ευημερίας.

Από την άλλη πάλι πλευρά, το γεγονός ότι ο 20ός αιώνας τελειώνει με τη διάχυτη αίσθηση, έστω μεταξύ των πιο ευαισθητοποιημένων χωρών και κοινωνικών στρωμάτων, μιας επικείμενης οικολογικής κρίσης μεγάλων διαστάσεων έχει καταστήσει τα ζητήματα του περιβάλλοντος κορυφαία πολιτική διακύβευση στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, πράγμα που φάνηκε και στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές. Αποτελούν, συνάμα, ουσιώδη παράμετρο της διοικητικής νομολογίας, αλλά ακόμη και αυτής της συνταγματικής αναθεώρησης, όπως φάνηκε πρόσφατα στη χώρα μας με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος.

Δεν στερείται σημασίας ούτε είναι φυσικά τυχαίο το γεγονός ότι η σχετική συνταγματική διάταξη για «την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος» περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ούτε ότι η πρόταση για την αναθεώρησή της συνάντησε τη γενική δυσπιστία και ποικίλες αντιδράσεις.

Αποφεύγοντας τις διχαστικές και μονοδιάστατες απλουστεύσεις ενός κατ' εξοχήν σύνθετου ζητήματος, θα είχε ίσως νόημα να συμπεριληφθεί στο τελικό κείμενο της συνταγματικής διάταξης μια σαφής αναφορά στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης ως γενικού κριτηρίου της οικονομικής διαδικασίας. Θα μπορούσε παράλληλα να προβλεφθεί η σύσταση μιας Εθνικής Επιτροπής για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες, ώστε να συμβάλει επικουρικά και γνωμοδοτικά στη διαρκή εγρήγορση και επεξεργασία της έννοιας και του περιεχομένου των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης. Γιατί αν αυτές οι αρχές δεν γίνουν πράξη και κανόνας της κοινωνικής ζωής ίσως ο βίος μας γίνει αβίωτος πάνω στη γη.

[του καθηγητού κ. Αντώνη Μακρυδημήτρη, πλήρες άρθρο εδώ]

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!