10.6.23

Προσηλιακή Μάνη: Μια σπουδαία αρχαία πολιτεία που ελάχιστοι γνωρίζουν!

Παγανέα, Αγιος Σπυρίδων

Δρυμός Αν. Μάνης, το μπαλκόνι του Θεού!

Αγιος Πέτρος, Παγανέα-Καλύβια

Παγανέα-Καλύβια, Ανατολικής Μάνης



Δρυμός, Π. Τζεφέρης

Μια σπουδαία αρχαία πολιτεία που ελάχιστοι γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι έχουν επισκεφθεί στην Προσηλιακή Μάνη.

Αποφεύγω να γράψω για τη Μάνη, όπως ο διάολος το λιβάνι. Δημιουργεί τόσο αντικρουόμενα συναισθήματα μέσα μου και έχω διαβάσει τόσο μεγαλειώδεις βλακείες για τον τόπο αυτόν που θα ήθελα απλά να μην ασχοληθώ. Δεν γίνεται όμως! Στη Μάνη και τους ανθρώπους της έχω αναφερθεί πολλές φορές σκιαγραφώντας ένα προφίλ δυναμικό, έντονο, τραχύ, που ούτε θετικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε φυσικά αρνητικό. Οι Μανιάτες όμως αλλάζουν, το ίδιο και ο τόπος τους. Αυτή η ειρηνική διαδικασία ομογενοποίησης, «εξευρωπαϊσμού», εκσυγχρονισμού εάν προτιμάτε, έχει αρχίσει να επηρεάζει και τη μικρή «χώρα» τους. Δεν είναι βέβαια όλες οι επιρροές αρνητικές, ούτε είμαι από εκείνους που, προσκολλημένοι στο παρελθόν, αγνοούν το παρόν και το μέλλον. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Μάνη αλλάζει, οι πύργοι της εξακολουθούν να ορθώνονται επιθετικά στο τοπίο, αλλά πλέον αποτελούν παραδοσιακά κτίρια εξαγοράσιμα από πλούσιους κατοίκους του εξωτερικού. Η λειψυδρία δεν είναι πια τόσο μεγάλο πρόβλημα και θα δεις Μανιάτες να βγαίνουν με το λάστιχο για να πλύνουν το αυτοκίνητό τους! Όποιος βέβαια επισκεφθεί για πρώτη φορά το μεσαίο πόδι τη Πελοποννήσου, από την Αρεόπολη και κάτω, είτε ξεφύγει προς την μεσσηνιακή πλευρά μέχρι την Καρδαμύλη θα μείνει σίγουρα με το στόμα ανοιχτό. Η εμπειρία θα του μείνει αξέχαστη, αλλά δύσκολα θα νιώσει τη Μάνη και τους ανθρώπους της. Χρειάζεται πρώτα να πας στα σπήλαια του Δυρού, να περάσεις από την Κίτα την πολυπυργού, να δεις τον Γερολιμένα, τη Βάθεια, το Πόρτο Κάγιο και το Ταίναρο και μετά να ψάξεις για περισσότερα.

Σήμερα όμως λέω να πάμε για τα «περισσότερα». Θα ανακαλύψουμε μια σπουδαία αρχαία πολιτεία που ελάχιστοι γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι έχουν επισκεφθεί. Θα διαλύσουμε τα πόδια μας στο κακοτράχαλο μονοπάτι για να έρθουμε πιο κοντά στην τραχιά φύση του Μανιάτη και θα αγναντέψουμε τη θάλασσα σαν γαλάζιο όριο, χωρίς όρεξη για μπάνιο… χωρίς καλοκαίρι!


Ο κεντρικός ασφάλτινος δρόμος περνάει μέσα από την Αρεόπολη και συνεχίζει προς Γερολιμένα. Στα 2 χιλιόμετρα περίπου έξω από τη σύγχρονη «πρωτεύουσα» της Μάνης οι ταμπέλες δείχνουν προς τα αριστερά την κατεύθυνση για Πύρριχο – Κότρωνα – Λάγια. Εκεί στρίβουμε μπαίνοντας στον Δήμο Ανατολικής Μάνης. Το όνομα είναι τουλάχιστον ατυχές. Θα έπρεπε να τον λένε Προσηλιακής Μάνης, γιατί έτσι ονομάζεται ετούτη η λωρίδα γης και έτσι θα πρέπει να τη θυμούνται όλοι (η άλλη μεριά, η «δυτική», είναι η Αποσκιερή ή Αποσκιαδερή Μάνη, ονόματα όμορφα, ζεστά και αληθινά κατά την ταπεινή μου άποψη). Το πρώτο χωριό που συναντάμε σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά είναι ο Πύρριχος και εδώ χρειάζεται να κάνουμε στάση και πολλές ερωτήσεις! Από πότε μένουν οι άνθρωποι εδώ; Γιατί δεν έστησαν το χωριό λίγο πιο πέρα ώστε να βλέπουν θάλασσα; Ποιος είναι ο λόγος που κατοικείται ακόμα;

Στον στενό διάδρομο που αφήνουν τα δύο βραχώδη υψώματα με χαμηλή βλάστηση χτίστηκε ο Πύρριχος που διατηρεί το αρχαίο του όνομα (ως Κάβαλο θα συναντήσετε το χωριό σε κάποιους χάρτες). Από εδώ πέρασε και ο περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας, μόνο που καταγράφει το χωριό ως θηλυκού γένους (η Πύρριχος, πιθανότατα από την πύρριχον γην, το κιτρινοκόκκινο έδαφος… διόλου εμφανές στο σημερινό χωριό). Αναφέρει μάλιστα ένα μεγάλο πηγάδι στην αγορά της αρχαίας πόλης, ένα ιερό της Αστρατείας Άρτεμης και ένα του Αμαζονίου Απόλλωνος.

Ο Πύρριχος μοιάζει να φρουρεί τη μικρή αλλά εύφορη κοιλάδα που δημιουργείται και το μέρος αυτό θα πρέπει να κατοικείται ανέκαθεν χάρη στο υδροφόρο στρώμα του υπεδάφους. Εδώ σ’ αυτό το «βαθούλωμα» αποστραγγίζονται τα υπόγεια νερά και τα δύο μεγάλα πηγάδια ίσως να υπάρχουν από την αρχαία εποχή. Οι πέτρες στους τοίχους αρνούνται να μιλήσουν για την ηλικία τους, αλλά σίγουρα γνωρίζουμε ότι ο Πύρριχος ήταν μία από τις «Ελεύθερες» λακωνικές πόλεις και πως ακόμα και οι Ρωμαίοι εγκαταστάθηκαν εδώ. Οι περίπου 100 κάτοικοι του χωριού παραμένουν στη θέση τους, γιατί δεν υπάρχει Μανιάτης σε ετούτο τον κόσμο που να μην αγαπάει τη δική του γη, την ιδιοκτησία του. Σε πολύ μικρή απόσταση βρίσκεται και το χωριό Χιμάρα που έχει για καμάρι της τον ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος περιποιημένος πια δείχνει το εξαίρετης τεχνοτροπίας καμπαναριό του με τα ενσωματωμένα λιθανάγλυφα. Και αν δεν σας φτάνουν όλα αυτά, η συνέχεια του δρόμου οδηγεί στα Λουκάδικα. Τα σπίτια στην κορυφή του λόφου μοιάζουν να δημιουργούν ένα κάστρο, άλλωστε κάστρο της Κολοκυθιάς το ονομάζουν και οι τοπικοί, ενώ πιθανότατα αποτελεί την ακρόπολη της αρχαίας Τευθρώνης.

Η αρχαία πόλη μας περιμένει στον Κότρωνα, με τους γραφικούς ορμίσκους που στολίζουν τα καλοκαιρινά όνειρα των εκάστοτε επισκεπτών του. Εδώ υπήρχε η Τευθρώνη, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια και φυσικά αυτό που χρησιμοποίησε ο Παυσανίας για να φθάσει στο ακρωτήριο Ταίναρο με πλοίο. Από το σημερινό λιμάνι του Κότρωνα αντικρύζει κανείς τη μικρή χερσόνησο του Σκοπά και περπατώντας εύκολα φθάνει στη μικρή λωρίδα γης με τα σκουρόχρωμα μεγάλα βότσαλα, το ερειπωμένο σπίτι και τη διπλή ειδυλλιακή παραλία που ενώνει το «νησί» με την ξηρά. Η χερσόνησος αυτή είναι βέβαιο πως εκατοικείτο πριν από το 2000 π.Χ., ενώ τόσο στη σημερινή μικρή πολιτεία του Κότρωνα όσο και στη χερσόνησο θα δείτε πολλά από τα κομμάτια της αρχαίας πόλης, είτε διάσπαρτα είτε ενσωματωμένα στα σπίτια και τις εκκλησιές. Η αρχαία Τευθρώνη ζει ακόμη μέσα από τα δομικά της στοιχεία ή πέθανε και στοιχειώνει το μέρος τούτο; Καλύτερα να το αποφασίσετε μονάχοι σας.

Μετά την παράκαμψη για Κότρωνα ο δρόμος συνεχίζει προς Νύμφιο και περνάει από το Φλομοχώρι. Στη θέα των τεράστιων μανιάτικων πύργων είναι σίγουρο ότι θα σταματήσετε δίπλα από την Αγία Τριάδα στο κέντρο του χωριού για να τους επισκεφθείτε με τα πόδια. Αν θυμάμαι καλά ο πιο παλιός πύργος είναι του 1800 και κατοικείται μέχρι και τις μέρες μας από την οικογένεια του Γεωργακάκου. Σταθείτε απέναντι από τα υψίκορμα πέτρινα κτίρια και σκεφθείτε πως φτιάχτηκαν για πόλεμο. Ίσως για πόλεμο ανάμεσα σε σόγια-οικογένειες. Φτιάχτηκαν σαν σύμβολα δύναμης και όχι απαραίτητα ευμάρειας ή καυχησιάς. Ανοίξτε βιβλία για να διαβάσετε για τις μανιάτικες έχθρες, τον «γδικιωμό», τις «τρέβες», τους «ξεβγαλτήδες», τα «ψυχικά». Η θέα των πύργων αυτών θα σας βοηθήσει πολύ να καταλάβετε όσα θα διαβάσετε, ενώ θα σας φέρει πιο κοντά στην ψυχοσύνθεση του Μανιάτη.

Δρυμός, Φουτείνια, Τζεφεριάνικα

Ακόμα μια παράκαμψη μπορείτε να κάνετε για τα χωριά Αγριλιά και Δρυμός. Σταματήστε στον Δρυμό και κοιτάξτε γύρω σας, υπάρχει άλλο τέτοιο χωριό στην Ελλάδα; Με τέτοιο χαρακτήρα και τέτοια θέα πάνω από τη θάλασσα; Μήπως αν μένατε σε κάποιο από τα πυργόσπιτα θα ήταν σαν να πετάτε; Εδώ στον Δρυμό έχουν δει τα μάτια μου μιαν αξέχαστη σκηνή. Υδροφόρα έχει σταματήσει σε ανηφόρα και γεμίζει τη στέρνα ενός σπιτιού. Λόγω της κλίσης από τις κάνουλες τρέχει αρκετό νερό στον δρόμο και η γιαγιά σε αλλόφρονα κατάσταση ουρλιάζει στην εγγονή της: «Μωρηηηή φέρε τις τέστες» (σ.σ.: τις λεκάνες δηλαδή). Η εγγονή την κοιτάει με απορία και δεν κουνιέται… η γιαγιά την αρπάζει από το μαλλί: «Μωρή, τρέχει το νερό δεν βλέπεις… ου να χαθείς!». Το κοριτσάκι είναι έτοιμο να βάλει τα κλάματα δυο φορές απορημένο, η γιαγιά φέρνει λεκάνες και κουβάδες μαζεύοντας το νερό που χάνεται, από τα μάτια του κοριτσιού τρέχουν δυο δάκρυα. Η Μανιάτισσα γιαγιά ξέρει την αξία του νερού, η εγγονή τη μαθαίνει!

Μια αρχαία πολιτεία μας περιμένει καρτερικά πάνω από το Νύμφιο, αλλά θέλει προσπάθεια να φθάσεις μέχρι εκεί. Ταμπέλες δεν υπάρχουν και για να προσεγγίσεις την αρχή του μονοπατιού θα πρέπει να ρωτήσεις στο χωριό. Το ύψωμα και το εγκαταλελειμμένο χωριό ονομάζεται Κουρνός. Εκεί που βρίσκονται διαλυμένοι δύο δωρικοί ναοί, η τοποθεσία ονομάζεται Κιόνια. Ο τσιμέντινος δρόμος ξεκινάει κάθετα στο κεντρικό ασφάλτινο και φθάνει δίπλα από ένα σπίτι. Εκεί ακριβώς διακρίνεις το μονοπάτι. Ξεκινάει σαν «πλακονίθι» (δηλαδή σαν καλντερίμι περιτειχισμένο από ξερολιθιά) και ύστερα από λίγο γίνεται «τρόχαλο» κανονικό (δηλαδή στρωμένο με ακανόνιστες πέτρες σχεδόν διαλυμένο) που θέλει προσοχή. Η ανάβαση θα διαρκέσει 1 με 1.30 ώρα, αλλά όσα θα δεις και θα νιώσεις θα σε αποζημιώσουν με το παραπάνω για την κούραση. Θα αναρωτηθείς πολλές φορές «μα που πάω;», αλλά να ξέρεις πως περπατάς σε ένα ατόφιο μονοπάτι που δημιουργήθηκε πριν από τον 2ο αιώνα π.Χ. και εξακολουθεί να γοητεύει με τις εικόνες που προσφέρει όσους το ακολουθούν.

Πλησιάζοντας στο εγκαταλελειμμένο χωριό του Κουρνού θα συναντήσεις τις πρώτες καρυδιές και θα καταλάβεις γιατί μια σωλήνα ακολουθεί το μονοπάτι. Ο Κουρνός έχει μπόλικο νερό όλες τις εποχές του χρόνου και μπορεί τώρα να κατοικείται από γελάδες, κατσίκες και γουρούνια που βόσκουν ελεύθερα, αλλά παλιότερα ήταν σημαντικό χωριό και καλά προφυλαγμένο. Η Παναγιά του Κουρνού, η μονόχωρη μεσαιωνική εκκλησιά με το καμπαναριό της στέκει ακόμα ορθή και δίπλα της ένα αρχοντικό σπίτι, το μεγάλο πηγάδι κάτω από την πηγή και ένας καταπράσινος μπαξές. Αν συνεχίσεις τη νοητή γραμμή του μονοπατιού δίπλα από το τεράστιο πέτρινο τείχος που οριοθετεί τον μπαξέ (ή σχημάτιζε το πάλαι ποτέ υδραγωγείο) θα συναντήσεις και άλλα διαλυμένα σπίτια.

Το μονοπάτι χάνεται, αλλά καταλαβαίνεις ότι στρίβει δεξιά στην άκρη του υψώματος. Βάζοντας σαν στόχο τον βράχο απέναντι που ξεχωρίζει η κυλινδρική τσιμέντινη στήλη με το τριγωνομετρικό σημάδι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού θα συναντήσεις σε σωρό τα κομμάτια της αρχαίας πολιτείας της Αίγιλας. Έχεις φθάσει, λοιπόν, στα Κιόνια και αυτό που αντικρύζουν τα μάτια σου είναι τόσο θλιβερό όσο και αληθινό. Από τα 1843 που ο Γάλλος Lebas εντόπισε τα ιερά δύο δωρικών ναών του 2ου αιώνα π.Χ. όλοι λεηλατούν την περιοχή και κανένας δεν ενδιαφέρεται. Ο Παυσανίας μπορεί ποτέ του να μην είδε την Αίγιλα, αφού πήρε το πλοίο από την Τευθρώνη για το Ταίναρο, αλλά τη μνημονεύει στα Μεσσηνιακά. Διαβάστε το απόσπασμα και θα καταλάβετε:

«…Στη Λακωνική βρίσκεται η Αίγιλα, όπου υπάρχει ιερό της Δήμητρας άγιο. Ξέροντας ο Αριστομένης και οι δικοί του πως οι γυναίκες τελούν εκεί γιορτή προσπάθησαν να τις αρπάξουν. Οι γυναίκες όμως ξεσηκώθηκαν, όχι χωρίς συνεργεία της θεάς, για άμυνα και τραυμάτισαν τους περισσότερους Μεσσήνιους με τα μαχαίρια με τα οποία οι γυναίκες έσφαζαν τα ζώα της θυσίας και με τις σούβλες στις οποίες περνούσαν τα κρέατα για να τα ψήσουν. Τον Αριστομένη, χτυπώντας τον με τις δάδες, τον έπιασαν ζωντανό. Την ίδια όμως νύχτα σώθηκε στη Μεσσηνία. Ενοχοποιήθηκε η ιέρεια της Δήμητρας Αρχιδάμεια πως αυτή τον ελευθέρωσε, όχι για χρήματα, αλλά επειδή από πριν τον αγαπούσε. Εκείνη προφασίστηκε πως ο Αριστομένης είχε κάψει τα δεσμά του και δραπέτευσε…».

Σκεφθείτε τη σκηνή, και καθίστε δίπλα στις πεσμένες κολόνες ατενίζοντας το πέλαγος κάτω από τα πόδια σας. Τώρα που είστε εδώ, στο βουνό, στη μέση του τίποτα, χωρίς ορατά σημάδια σύγχρονου πολιτισμού, χωρίς τους ήχους του, είναι πολύ πιο εύκολο να αφεθείτε, να αφήσετε ελεύθερη τη φαντασία σας. Αναλογιστείτε ότι χιλιάδες άνθρωποι εδώ και αιώνες υπομονετικά ανεβαίνουν το ίδιο μονοπάτι, έρχονται στο ίδιο σημείο, ξαποσταίνουν και αφήνουν την ψυχή τους να πετάξει. Κάπως έτσι είναι ο τόπος αυτός. Κάπως έτσι είναι η Μάνη.

Του Γιάννη Ντρενογιάννη

5.2.23

Λατομεία στη Μάνη: Πετρολόοι και πετροφάοι...


Παλαιότερα (προ του 1700) τα λατομεία φαίνεται να τα εκμεταλλευόντουσαν από κοινού οι διάφορες οικογένειες αργότερα όμως οι Νυκλιάνοι και οι Μεγαλογεννήτες διεκδίκησαν δυναμικά το δικαίωμα εξόρυξης και είχαν οριοθετήσει «τα πετροκοπεία» (λατόμες) της κάθεγενιάς χαράζοντας σταυρούς και άλλα χαρακτηριστικά σύμβολα (στέμμα κ.τ..λ.) . Παραβίαση αυτού του όρου ήταν λόγος κήρυξης πολέμου και έναρξης βεντέτας.

Η εξόρυξη γινότανε με πρωτόγονες τεχνικές λόγω απουσίας μέσων παραγωγής, μεταφοράς και εξειδικευμένων ατόμων. Αυτός που επέλεγε (έκανε πετρολόϊσμα) και εξόρυσε τις πέτρες λεγότανε πετρολόος. Αυτός που τις κατεργαζότανε, πετροπελεκητής και πετροφάος.

Ήταν αυτοί που τα χαλίκια και οι βράχοι του τόπου, τους είχαν διδάξει την τέχνη της φύσης να δουλεύει την πέτρα. Για να κοπούν οι όγκοι των μαρμάρων (τάκοι) ακολούθησαν την εξής τακτική. Πριν μεταφερθούν στα «κλειστά» ή «ανοιχτά» εργαστήρια οι τάκοι λαξεύονται με πελεκανιές και μετά ισιώνονται πρώτα με τα χοντρά και μετά με τα ψιλά δόντια της χτενιάς (τύπος σφυριού με πεπλατυσμένα δόντια).


Αν οι τάκοι ήταν από πυρόλιθο τότε τους έτριβαν με πουριά. Μετά την πρώτη επεξεργασία οι τάκοι βάρους μέχρι 300 κιλών μεταφέρονταν από τουςπιο δυνατούς με «στήθιασμα» δηλ. μέχρι το ύψος του στήθους. Αρκετοί ήταν οι εξασκημένοι «στο αναχέρεισμα» των πετρωμάτων. Αρκετοί απ' αυτούς τις σήκωναν και στις πλάτες. Έτσι ανασήκωναν λίγο την ογκώδη πέτρα, έβαζαν από κάτω της «το κατρανακύλι» και αυτό λόγω της κυλινδρικής γεωμετρικής του φόρμας μετακινούσε την πέτρα.





Συχνά για τη μεταφορά των τάκων χρησιμοποιούσαν ζώα εργασίας (μουλάρια, γαϊδούρια), κατόπιν μεταφέρονταν και φορτώνονταν στα καΐκια και ύστερα με τη συνοδεία πετρολόων στον τόπο προορισμού τους. Για κοντινές αποστάσεις απ' το σημείο εξόρυξης (πετρολόϊσμα) μεταφέρονταν με «τα κατρανακύλια» μέχρι του σημείου πελεκανιάς όπου τα πετροπελεκούσαν με διαφόρων μεγεθών «σπύρια» με πίκους, Ήταν ή χτενιές, ζμίλα κ.α.



«Αρχές του αιώνα κάθε χοντροπελεκημένο και κουβαλημένο αγκουνάρι κόστιζε 4,5 δρχ.»

Στην λαογραφική μελέτη του Κυρ. Δ. Κάσση αναφέρεται και η τακτική που ακολουθούσαν οι πετρολόοι για να εξορύξουν πέτρες μεγάλου όγκου. Η τακτική αυτή επιβεβαιώνεται και από παρόμοια «περιγραφή της κυράς μου».

«Όγοιος ήθε να βγάλει μεγάλη πέτρα επάαινε σε Κρέμαση (=απόκρημνο μέρος που το πάνω μέρος του προεξέχει απο εκείνο που είναι ριζίμιο) και άνοιγε τρούπες ένα γύρω στη πέτρα που ήθε να βγάλει. Κάθε μέρα επάαινε κι έρριχνε αναβραστό νερό στι τρούπες μέχρι να ντήνε βράσει καλά. Απέει (μετά) την έκροε με βαϊρειά, την επιχερίζοτα με λοστούς και παραμίνες και την έρριχνε κάτου. Τα "αγκουνάϊρια" τα πελεκούσαν στον τόπο λατόμησης και τα κουβαλούσαν μετά. Αν ήταν πολύ μεγάλα τα κουβαλούσαν «κυλίστακα»(=κυλιστά), αν ήταν μέχρι 300 κιλά τα κουβαλούσαν στην πλάτη για να μη σπάσουν».

Στη λαϊκή τους ποίηση (μοιρολόγια) οι Μανιάτες εξυμνούν τους πετροπελεκητές, πετροφάους και άλλους μύστες της πέτρας και το χάρισμα τους είχε ταυτιστεί με την δύναμη και την ανδροπρέπεια.

Θεοδωρακάκου-Βαρελίδου, Π. (1999). «Λιθανάγλυφα κοσμικών και ταφικών μνημείων της Μάνης περιόδου 1780/1800-1930», Διδακτορική Διατριβή, Ε.Μ.Π., σ. 368.

1) Ε. Παπαγεωργάκη «Τα εις την Μαρμαρικήν Τέχνην χρήσιμα πετρώματα της Ελλάδος», Διατριβή επί υφηγεσία Αθήνα 1966 σ.236.

2) Κυριακούλη Πέτρου Θεοδωρακάκου. «Γενική Γεωλογία», Αθήνα 1970 σ.222.

3) Ιω. Ε. Παπαγεωργάκη, ο.π. σ. 235.

4) Ιω. Ε. Παπαγεωργάκη σ. 237 και Κυρ. Π. Θεοδωρακάκου ο.π. σ.223.

5) Γεωργίου Π. Βαγιακάκου., «Ανάπτυξη του Ν. Λακωνίας». Ανάτυπον εκ των «Λακωνικών Σπουδών» τομ. ΙΑ' (1992) σ.481-522. Θησαύρισμα Αριστείου Πνευματικού εις τον Δίκαιον Β. Βαγιακάκον Αθήνα 1992 σ. 497

6) Κυριάκος Δ. Κάσσης., «Λαογραφία της Μέσα Μάνης» Α' υλική ζωή Αθήνα 1980 σ. 119 και Παν. Στ. Κατσαφάδος., «Τα κάστρα της Μάνης» Αθήνα 1992 σ.34, 208.

7) Γ. Α. Μαραβελέα., «Πραστείο»- Μια αγνοημένη Μικρογραφία του Μυστρά. Αθήνα 1981.

8) Δημ. Δημητράκου-Μεσίσλη, «Οι Νυκλιάνοι», Αρχαίος εκδ. Οίκος Δ. ΔημητράκουΑ.Ε. σ.277.

9) Κυριάκος Δ. Κάσσης, ο.π. σ. 217.

6.11.22

Η τεχνο-επιστήμη και ο ρόλος της


Γνωρίζουμε πολλά, ως νοήμονες και διερευνητικοί, έχοντας το υψηλό χάρισμα της διάνοιας, όμως υπάρχουν πολλά που ακόμα δε γνωρίζουμε και ούτε θα μάθουμε ποτέ. Πρέπει ωστόσο, ως ευφυείς, να βρίσκουμε τρόπους να ενεργούμε συμβατά με το σύστημα, χωρίς να το θίγουμε, εκμεταλλευόμενοι τις λειτουργίες του. 

[του Α. Καπετάνιου*]

Οι τεχνοκράτες στο πρόβλημα βιωσιμότητας του πλανήτη, λόγω της έντονης και ισχυρής δραστηριότητας του ανθρώπου σε αυτόν, ακολουθώντας τις αρχές και τα προτάγματα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, έχουν (πειστική!) πρόταση: μιλούν για την επιστήμη που βρίσκει λύσεις και προωθεί την ανάπτυξη, μιλούν για καινοτομία και τεχνικές, μιλούν για ορθολογικοποίηση της παραγωγής, μιλούν για νέες ανακαλύψεις και νέες επαναστατικές τεχνικές. Όλα τούτα, συνδυαστικά και σωστά εφαρμοζόμενα, θα φέρουν τη λύση στ’ αδιέξοδα της γης (καλλίτερα, της κατοίκησης στη γη), υποκαθιστώντας την ανάγκη για πόρους με κάτι άλλο ή μειώνοντας την ανάγκη της χρήσης τους με την τεχνική, χωρίς μολοντούτο να μειώνεται η ανάπτυξη, ή κάνοντας πιο αποτελεσματικό το σύστημα παραγωγής. Διαμορφώνεται έτσι ένας «μεσσιανισμός» της επιστήμης και της τεχνολογίας, επαφιόμενοι εμείς, οι «κοινοί θνητοί», οι εφαρμοστές συστημάτων, στις λύσεις της. Η ζωή με την αντιμετώπιση τούτη μετατρέπεται σε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με απώτατο σκοπό το κέρδος.
Οι τεχνικές όμως εξομάλυνσης των επιπτώσεων και περιορισμού των συμπτωμάτων, απαλύνουν απλά την κρίση, χωρίς φυσικά να την εξαλείφουν, αφού αυτή υφίσταται και διαβρώνει το σύστημα της ζωής. Οι εν λόγω «λύσεις» δείχνουν ότι ο άνθρωπος, έχοντας τη λογική του κυρίαρχου στη γη και λειτουργώντας πλήρως ανθρωποκεντρικά, αναπτύσσει στρατηγικές της κυριαρχίας του, δημιουργώντας ένα σύστημα εναλλακτικών λύσεων για την εδραίωσή του, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό την επιστήμη, την τεχνική, τη μεθοδολογία και την παραγωγικότητα. Τούτο όμως, που ανέφερε ο Αμερικανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα Γουίλιαμ Τζέιμς (William James) πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι «η επιστήμη είναι μια σταγόνα, ενώ η άγνοιά μας είναι μια θάλασσα!».
 
Η επιστήμη εν προκειμένω (κατά βάσιν οι κλάδοι των θετικών επιστημών) λειτουργεί ως δεκανίκι της αγοράς, χρησιμοποιουμένη από τη χρηματοπιστωτική οικονομία για την επίτευξη οικονομικού οφέλους (κέρδους). Όμως η κοινωνία δεν ωφελείται από τη συγκεκριμένη πολιτική, αφού η γενική τεχνική εξέλιξη, εφαρμοζομένη για την επίτευξη όσο το δυνατό μεγαλύτερου κέρδους, δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση για κοινωνική και οικονομική ωφελιμότητα. Και τούτο διότι, ενώ το κεφάλαιο αυξάνει τα κέρδη του από την κατάσταση αυτή, οι βασικές κοινωνικές ανάγκες μένουν ανικανοποίητες, αφού, στα πλαίσια των οικονομικών στρατηγικών που εφαρμόζονται για την επίτευξη μεγαλύτερου κέρδους, οργανώνεται τεχνητά η έλλειψη αγαθών και σπαταλούνται φυσικές πηγές κι ανθρώπινη εργασία, κατευθύνοντας, με τις μεθόδους του marketing, την παραγωγή και την κατανάλωση σε συγκεκριμένα προϊόντα, η πώληση των οποίων αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος, χωρίς μολοντούτο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ανάγκη παραγωγής τους. Έτσι, κατορθώνεται από το οικονομικό σύστημα να εκλογικευτεί το παράλογο, δηλαδή η σπατάλη να στέκει μαζί με την έλλειψη και τα δυο να συγκροτούν το σύστημα ζωής του ανθρώπου, υποστηρίζοντας, με την υποβαλλόμενη/επιβαλλόμενη πολιτική, την από κοινού διαγεγραμμένη πορεία τους. Τούτο απαιτεί σπατάλη εργασίας και πόρων, για την ικανοποίηση της διαμορφωμένης έλλειψης, κάτι που, όπως είναι φυσικό, αποβαίνει μοιραίο για τον πλανήτη και για το μέλλον του ανθρώπου στη γη.
 
Από την άποψη της οικολογίας αν δούμε το ζήτημα της χρησιμοποίησης της επιστήμης (αναφερόμαστε στις θετικές επιστήμες) για την επίλυση οικολογικών προβλημάτων του πλανήτη ή για την υποκατάσταση φυσικών πόρων από τεχνητούς, διαπιστώνουμε το αντίνομο της τοιαύτης αντίληψης, να θεωρούμε (να βαυκαλιζόμαστε) δηλαδή ότι μπορούμε να υποκαταστήσουμε μια σειρά πολύπλοκων μηχανισμών φυσικής αυτορρύθμισης, που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για τη δημιουργία και την εξέλιξή τους, από τεχνολογικές μεθόδους, εφαρμογές και προϊόντα. Η δε εξάρτηση του ανθρώπου από την ιδέα τούτη, με τη «θεοποίηση» της επιστήμης κι αντίστοιχα την άφεσή του στα χέρια της, αποτελεί μιαν αυτοκαταστροφική πολιτική, που ήδη τ’ αποτελέσματά της γίνονται φανερά με δραματικό τρόπο ̇ δυστυχώς όμως, όχι ακόμα συνειδητοποιήσιμα! Θα λέγαμε ότι η κοινωνία «δηλητηριάζεται» από τον επιστημονισμό που τη διαποτίζει, δηλαδή από την εξάρτησή της από την πάντα παρούσα και ικανή να δίνει λύσεις επιστήμη, που αποτελεί μιαν ιδεολογία του αδιανόητου που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας, σύμφωνα με την οποία, οι επιστήμες αρκούν για όλα.
 
Από την παραπάνω λογική είναι απορριπτέα ή εκδιώχνεται η ηθική, καθόσον βρίσκεται μακριά ή αντίθετα από την προβληματική της αξιακής θεώρησης των ζητημάτων σύμφωνα με την τρέχουσα πραγματικότητα. Και τούτο διότι στις θετικές επιστήμες η έννοια της ηθικής δεν υφίσταται, καθώς γι’ αυτές τα πάντα είναι αήθικα, αφού, κατά τον Αυστριακό φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (ή Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν) (Ludwig Josef Johann Wittgenstein), η επιστήμη βλέπει την ηθική ως αντικείμενο, τ’ οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει, όχι όμως να το κρίνει ̇ τούτο είναι δουλειά της φιλοσοφίας. Έχει, υπό αυτή την έννοια πρόβλημα να δικαιολογηθεί η επιστήμη ως προς τις ενέργειές της και να δηλωθεί θετικά, αν είναι αφιλοσόφητη ̇ και γίνεται εκ του λόγου τούτου έωλη και σερνάμενη καταστάσεων κι επιδιώξεων!
 
Διευκρινίζουμε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η επιστήμη ως ιδέα και ως εφαρμογή κάθε άλλο παρά απορριπτέα είναι, αντιθέτως, απορριπτέος είναι ο επιστημονισμός ως ιδεολογία και ως τρόπος εφαρμογής της επιστήμης. Αρνούμενοι, περαιτέρω, τον τεχνοκρατισμό, που χρησιμοποιεί την επιστήμη για να επιβληθεί κατά την εφαρμογή της ιδεολογίας της τεχνοκρατίας (που πρεσβεύει μιαν υποθετική μορφή διακυβέρνησης στην οποία οι επιστήμονες και άλλοι εμπειρογνώμονες έχουν τον έλεγχο της λήψης αποφάσεων στους αντίστοιχους τομείς τους), δε σημαίνει ότι αρνούμαστε την, πάντα χρήσιμη και αναγκαία, τεχνική. Ο τεχνοκρατισμός είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης οπού εκείνοι που έχουν τις γνώσεις, την εμπειρία και τις δεξιότητες συνθέτουν τη δημόσια διοίκηση για την εξυπηρέτηση κατ’ ουσίαν της οικονομίας (προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις tekhne, δηλαδή δεξιότητα, και kratos, δηλαδή εξουσία). Διά της ηθικής, που αρνούνται οι παραπάνω ιδεολογίες, καθορίζουμε τον αξιακό τρόπο εφαρμογής της επιστήμης και της τεχνικής, ώστε να μην υποσκάπτουν τον άνθρωπο, οδηγώντας τον, ανύποπτα κι ασυνείδητα, στην κατάρρευση! Όμορφα τούτο το αποδίδει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στην «Ασάλευτη ζωή» ως εξής:
 
«Ιδέα και χέρια μέσα μου, και η Τέχνη κ’ η Επιστήμη να χτίσουν αγωνίζονται τον ίδιο τον ναό...»

Η επιστήμη, κατά την πολιτική του ανθρώπου, ήδη υπόκειται σ’ έναν φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης επιτευγμάτων στην κοινωνία μας, για την απεγκλωβισμό της από το οικολογικό της πρόβλημα ̇ έναν κύκλο όμως που συνοδεύεται από διαταραχές, που καθίστανται οδυνηρότερες με την πρόοδο της κατάστασης. Ο άνθρωπος, ως συνειδητός του ρόλου του και της αποστολής του στο φυσικό σύστημα, πρέπει να επιδιώξει ένα συμβιβασμό μεταξύ των αναγκών του, ούτως ώστε να ικανοποιούνται πληρέστερα οι ανάγκες του φυσικού συστήματος, αφού η διατήρησή του είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Πρέπει να συνειδητοποιηθούμε σε σχέση με τις πράξεις μας, ν’ αναζητήσουμε τις αξίες μας, να ορίσουμε τα όριά μας εντός των ορίων του συστήματος οπού δραστηριοποιούμαστε, και να καθορίσουμε στέργια και λογικά το μέλλον μας. Γνωρίζουμε πολλά, ως νοήμονες και διερευνητικοί, έχοντας το υψηλό χάρισμα της διάνοιας, όμως υπάρχουν πολλά που ακόμα δε γνωρίζουμε και ούτε θα μάθουμε ποτέ. Πρέπει ωστόσο, ως ευφυείς, να βρίσκουμε τρόπους να ενεργούμε συμβατά με το σύστημα, χωρίς να το θίγουμε, εκμεταλλευόμενοι τις λειτουργίες του. Τούτο αποτελεί τη μεγάλη αποστολή του ανθρώπου, ο οποίος, ως ον με λογική και με βούληση πρέπει να ενεργεί σκεπτόμενος το μέλλον του, που δε νοείται έξω από το σύστημα που τον συντηρεί. Η επιστήμη σε αυτό το κυρίαρχο εγχείρημα έχει ρόλο σημαντικό και τη χρειαζόμαστε...

*από το βιβλίο του “ΦΥΣΙΣ ΕΡΓΟΝ. Νοώντας για τη φύση...”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2017, http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=40885)

25.9.22

Ποιά ήταν η Clemence Serpieri (Κλεμάνς Σερπιέρη) που ζωγράφισε ο Ν. Λύτρας το 1869;

Κλεμάνς Σερπιέρη, Λάδι σε μουσαμά, του Νικηφόρου Λύτρα (1869), Δωρεά στου Ιωάννη Β, Σερπιέρη, άρ. έργου 510. Ενας πίνακας που σίγουρα τραβάει τα βλέμματα και λόγω του μεγέθους του και λόγω της περίοπτης θέσης του στην Εθνική Πινακοθήκη αλλά κυρίως λόγω του προσώπου που προσωπογραφεί.

Η μετάβασή μου σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη, μου επέτρεψε να θαυμάσω το έργο του Νικηφόρου Λύτρα (1832-1904) με την κα Κ. Σερπιέρη,  ένας πίνακας που σίγουρα τραβάει τα βλέμματα και λόγω του μεγέθους του και λόγω της περίοπτης θέσης του στην Πινακοθήκη αλλά κυρίως λόγω του προσώπου στο οποίο αναφέρεται.

Ο πίνακας απεικονίζει  την Κλεμάνς, σύζυγο του Ι. Β. Σερπιέρη, που τον δώρισε στο ελληνικό κράτος. Αλλά ποιος είναι ο φιλότεχνος δωρητής; 

Είναι ο ιδρυτής του νεώτερου Λαυρίου, στον οποίο χρωστάμε την επαναλειτουργεία των μεταλλείων και την εγκαθίδρυση μιας αυτοκρατορίας πολλών δεκαετιών, την οποία πιστώθηκε (ή κατ' άλλους χρεώθηκε) η ελληνική πολιτεία, η επιστήμη και η ιστορία. Σύμφωνα με την "άλλη άποψη" είναι ο  αιματοβαμμένος ιδιοκτήτης των μεταλλείων Λαυρίου και συνέταιρος του Συγγρού.

Για όσους δεν γνωρίζουν, θα μεταφέρω ορισμένες πληροφορίες από το βιβλίο του Γ. Παπασωτηρίου,  "Το ματωμένο θέρος του 1882". 

Ο ιταλικής καταγωγής Ι. Β. Σερπιέρης ήρθε στην Ελλάδα το 1863 και υπέβαλλε αίτηση καμίνευσης των «σκωριών» του Λαυρίου, χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση. Κατόπιν τούτου στρέφεται προς τον Γ. Παχύ, ο οποίος είχε λύσει ένα μέρος των γραφειοκρατικών προβλημάτων. Σερπιέρης και Παχύς ιδρύουν το 1864 την πρώτη μεταλλευτική-μεταλλουργική εταιρεία της Λαυρεωτικής με έδρα τη Μασσαλία, την «Roux et CO» με ιδρυτικά μέλη τον Helarion Roux, που ενεργεί για λογαριασμό της τράπεζας Roux Fraissinet… (σ.σ. η τράπεζα ανήκε στην οικογένεια της γυναίκας του Σερπιέρη, Κλεμάνς, την οποία ζωγράφισε ο Νικηφόρος Λύτρας)… Ο Γ. Παχύς με τη σειρά του παντρεύτηκε την Αιμιλία Σκουζέ, της γνωστής φιλοβασιλικής οικογένειας, που κατείχε το «παλατάκι» στο Χαϊδάρι.

Με το βασιλικό διάταγμα 23/8/1867 παραχωρούνται στην συσταθείσα εταιρεία οι εκτάσεις της Καμάριζας και της Συντερίνης και με άλλο βασιλικό διάταγμα της 3/12/1868 επικυρώνεται η παραχώρηση των εκτάσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για μία εύνοια του βασιλιά Γεωργίου Α΄ προς την «Εταιρεία», καθώς «Εκατοντάδες ‘’βασιλικά στρέμματα’’ χαρίστηκαν στον Σερπιέρη»[Κ. Μπέης, Ελευθεροτυπία, 9.8.1982]. Κι αυτό κατά την περίοδο που ο βασιλιάς συγκρούεται με την κυβέρνηση, παύοντας την κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Αλλά και ο διάδοχος του τελευταίου, Επ. Δεληγιώργης, που εκείνη την εποχή διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο είτε ως πρωθυπουργός είτε ως υπουργός, είναι αντιμοναρχικός. Έτσι, το Λαύριο ως χώρος ανάπτυξης της ξένης επιχειρηματικής δραστηριότητας (και του βασιλιά) θα γίνει το πεδίο σύγκρουσης μοναρχικών και κοινοβουλευτικών(αντιβασιλικών), καθώς οι κυβερνήσεις θα επιδιώξουν να βρουν την εταιρεία να παραβιάζει τη σύμβαση με το Δημόσιο, επειδή τη θεωρούν φιλικά διακείμενη προς το βασιλιά.

Η οριστική λύση επήλθε με το νόμο της 17ης Ιανουαρίου 1877 και τη δημιουργία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου(Γ.Ε.Μ.Λ.) με τον Συγγρό να κατέχει το 32%, και τους Σερπιέρη και Παχύ το 28%.
Φρέαρ Σερπιέρη στην Καμάριζα
Αγαλμα Σερπιέρη στο κέντρο του Λαυρίου

Οικογενειακός τάφος Σερπιέρη
Η σύγκρουση για το… χρυσάφι του Λαυρίου εξήψε την φαντασία των Ελλήνων «νοικοκυραίων» της εποχής, δημιουργώντας την περίφημη «μεταλλομανία». Χρηματιστήριο, βέβαια, δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα, αλλά αντ’ αυτού λειτουργούσε το καφενείο «Η ωραία Ελλάς» (γωνία Ερμού και Αιόλου). Εκεί οι μικρομεσαίοι της εποχής επένδυσαν στις φήμες για το χρυσάφι που «έρρεε σαν ποτάμι» κάτω από το Λαύριο και σκόπιμα διέδωσαν οι άνθρωποι του Συγγρού. Όλοι έχασαν τα χρήματά τους, εκτός από αυτούς που ήταν στο μεγάλο κόλπο, ήτοι τους Συγγρό, Σερπιέρη, Παχύ, Στεφάνοβικ, Ροδοκανάκη, Σίνα, Ράλλη. Η πρώτη χρηματιστηριακή «απάτη» στην Ελλάδα ήταν γεγονός.

Εκτός από την καταλήστευση των μικρομεσαίων «νοικοκυριών», εκείνοι που κυριολεκτικά πλήρωναν με τη ζωή τους τα μεγαλεία και τα μεταλλεία των Συγγρού-Σερπιέρι-Παχύ ήταν οι εργάτες, που εργάζονταν σε βάθος 182 μέτρων. 1.800 εργάτες δούλευαν στα ορυχεία Λαυρίου σε εφιαλτικές συνθήκες. Στη μεγάλη απεργία της 8ης Απριλίου 1896 οι εργάτες βγήκαν στην επιφάνεια ζητώντας αύξηση του μεροκάματου και βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Σε επίσημη έκθεση αναφερόταν πως μόνο το 1892 υπήρξαν 36 θανατηφόρα δυστυχήματα (Γεώργιος Αναστασόπουλος, ό.π., τ. Β΄ σ. 695). Δηλαδή έχαναν τη ζωή τους τρεις εργάτες κάθε μήνα. Όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος (ό.π., σ. 35), η εταιρία «είχε φτιάσει το δεύτερο πάτωμα της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου».

Η εταιρεία αρνήθηκε να συναντήσει την απεργιακή επιτροπή. Οι φύλακες ανοίγουν πυρ κατά των μελών της επιτροπής και σκοτώνουν δύο εργάτες(τους Καραφλιά και Βασιλακόπουλο). Οι απεργοί εξοργίζονται και με πέτρες, ξύλα και μεταλλεύματα επιτίθενται στους φύλακες, ανατινάζουν τις αποθήκες και τα γραφεία, και αφοπλίζουν τους χωροφύλακες. Ο Σερπιέρης και «οι μηχανικοί Ραμπού και Σπανζεράλ, καθ’ ων υπήρχε μήνις, ετράπησαν εις φυγήν, μεταφιεσθέντες…», γράφει η «Εφημερίς».

Αυτά τα ολίγα.


Θέση του Clemence Mine, Kamariza Mines (Kamareza Mines) στον ευρύτερο χώρο του Λαυρίου


Βέβαια, οι παραπάνω επικριτές θα ηταν πιο λάβροι αν γνώριζαν ότι η Κλεμάνς δεν είχε μόνο πίνακα, αλλά είχε στο όνομά της και δικό της Μεταλλείο, όπως είχε και ο Ζαν Μπατίστ και όλη η οικογένεια (Χριστιάνα, Ζαν Μπατίστ, Ιλάριον - km3, Σερπιέρι, Κλεμένσ κ.α.).

Ακριβής θέση του Clemence Mine, Kamariza Mines (Kamareza Mines) στον Αγ. Κωνσταντίνο, Καμάριζα, Λαύριο








Μέγαρο Σερπιέρη: από τα σημαντικότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας: https://www.oryktosploutos.net/2018/03/blog-post_12-10/

27.8.22

Η προέλευση της λέξης Καινοτομία!


Οι ρίζες της λέξης "καινοτομία" βρίσκονται στο αρχαίο Λαύριο. Οι αρχαίοι Αθηναίοι ανακάλυψαν τον 5ο Αιώνα π.Χ. σημαντικές πηγές αργύρου στην περιοχή του Λαυρίου. Ο σημαντικός πλούτος που προσέφεραν οι εξορύξεις στα μεταλλεία του Λαυρίου εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους κατοίκους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τέτοιο αντίκτυπο είχε στη σκέψη τους το γεγονός αυτό ώστε η έννοια της καινούργιας τομής (καινό - τομώ) στη γη (άνοιγμα νέου ορυχείου) για την ανεύρεση ορυκτού πλούτου συνδέθηκε με έννοιες προερχόμενες από διαφορετικά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας που ωστόσο δύναται να φέρουν την προσδοκία της εξέλιξης.

Στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κ. Α. Αττάλογλου "Καινοτομία, μια έννοια που πρέπει να αγκαλιάσουν οι Έλληνες ξανά" διαβάζουμε:

Η καινοτομία αποτελεί το Άγιο Δισκοπότηρο της σύγχρονης εποχής μας. Αν και η έννοια της «καινοτομίας» φαντάζει να αποτελεί καρπό της τωρινής τεχνολογικής προόδου, εντούτοις αποτελεί μια πολύ παλιά συνταγή κοινωνικής και οικονομικής επιτυχίας που, όπως και πολλές άλλες έννοιες, έχει τις ρίζες της στην Ελλάδα.


Τα πράγματα έχουν ως εξής. Οι αρχαίοι Αθηναίοι ανακάλυψαν τον 5ο Αιώνα π.Χ. σημαντικές πηγές αργύρου στην περιοχή του Λαυρίου. Ο σημαντικός πλούτος που προσέφεραν οι εξορύξεις στα μεταλλεία του Λαυρίου εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους κατοίκους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τέτοιο αντίκτυπο είχε στη σκέψη τους το γεγονός αυτό ώστε η έννοια της καινούργιας τομής (καινό - τομώ) στη γη (άνοιγμα νέου ορυχείου) για την ανεύρεση ορυκτού πλούτου συνδέθηκε με έννοιες προερχόμενες από διαφορετικά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας που ωστόσο δύναται να φέρουν την προσδοκία της εξέλιξης.


Οι ρίζες της εξέλιξης της χρήσης της λέξης «καινοτομίας» μπορούν να αναζητηθούν ήδη σε έγγραφα του Αριστοτέλη του 4ου αιώνα π.Χ. (Πολιτ. 1265a.10-12: «τὸ μὲν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον καὶ τὸ ζητητικόν») αλλά και παλαιότερα τον 5ο αιώνα π.Χ (Πλατ. Νομ. 792b.8-c.2: «αλλά το τι νέον αεί καινοτομούντα και εισφέροντα των ειωθότων έτερον») όπου η λέξη καινοτομία δηλώνει πλέον τη δύναμη της εισφοράς στα κοινά της εφεύρεσης και της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Βλέπουμε δηλαδή ότι όπως η προσπάθεια για το άνοιγμα ενός νέου ορυχείου μπορεί να ανταμείψει την πολιτεία με μια πηγή αμύθητου πλούτου και δύναμης, αλλάζοντας ριζικά τους όρους διαβίωσης των μελών της κοινωνίας, κατά τον ίδιο τρόπο οι Αρχαίοι Έλληνες εκτίμησαν ότι όχι μόνο μια νέα εφεύρεση (εξέλιξη που περιορίζεται στον τεχνικό τομέα ) αλλά ακόμα και μια νέα μεταρρύθμιση δύναται να βελτιώσει σε ριζικό βαθμό τον τρόπο σκέψης και οργάνωσης.


Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι την περίοδο του 5ου - 4ου αιώνα π.Χ. συναντάμε μια πραγματική άνθιση καινοτομιών που προσέφεραν στις αρχαίες ελληνικές πολιτείες τη δυνατότητα να επιτύχουν μεγάλες τεχνικές εφευρέσεις αλλά και πρωτοφανείς επιτυχίες στις θεωρητικές και θετικές επιστήμες. Οι εφευρέσεις άλλοτε υπό την πίεση του στρατιωτικού ανταγωνισμού και άλλοτε υπό την ανάγκη για βελτίωση των όρων διαβίωσης και λειτουργίας (για παράδειγμα την αξιοποίηση υδάτινων πόρων για την καλύτερη επεξεργασία του αργυρού) δημιούργησαν μια αλληλουχία αλληλοτροφοδοτούμενων εξελίξεων που βοήθησαν στην εν συνόλω ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών πόλεων (με κύριο εκπρόσωπο την Αθήνα) και όχι μόνο στην ανάπτυξη ενός τομέα ή μιας κοινωνικής τάξης.


Η θετική επίδραση της καινοτομίας όχι μόνο άγγιξε αλλά και μετέβαλε δραστικά το δημόσιο βίο κατά τρόπο δυναμικό, καθ' όσον κάθε μία καινοτομία δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τη γένεση καινοτομιών σε διαφορετικά πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας και σκέψης (για παράδειγμα η συσχέτιση των τεχνικών εξελίξεων με τη φιλοσοφική, την επιστημονική και εντέλει την πολιτική σκέψη). Ως εκ τούτου μπορεί να εξαχθεί μια αρχική εκτίμηση, ότι αφού η κοινωνία αποτελεί ένα αλληλένδετο και αλληλεξαρτώμενο μείγμα αλληλεπιδρώντων κοινωνικών ομάδων, η καινοτόμος δραστηριοποίηση μίας εξ αυτών (για παράδειγμα μιας υποομάδας επιχειρηματιών) θα επιδράσει με κάποιο τρόπο στο σύνολο του δημόσιου οικονομικού, υλικού, ιδεολογικού, φιλοσοφικού και αξιακού συστήματος. Κοινώς η ιδιωτική καινοτομική πρωτοβουλία θα δημιουργήσει δημόσια αξία. Κατ' αυτόν τον τρόπο είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που συνδράμει στην ωρίμανση καινοτόμων δραστηριοτήτων.