8.3.17

Στις άσπρες αυλές...

Πίνακας: Γερμένης Βασίλειος, “Σάρωμα της αυλής”
[του Αντώνη Καπετάνιου*]

Στις άσπρες αυλές γλυκαίνει η ματιά. Αλλιώς κοιτάς τα γύρα. Με συγκατάβαση. Δεν πολεμάς τ’ άστοχα, τις κακές τύχες. Δεν αναλώνεσαι στο σκότος της στιγμής, σε ανούσιες παραδρομές. Θαρρείς πως η απλότητα του μικρού συνόλου σε κάμει στοργικό. Λες και καθαρίζει η σκέψη στα απλά, απολυτρώνεσαι από τα περιττά, τα βέβηλα και τα οικτρά, και λαγαρός το φως αποζητείς.

Στις άσπρες αυλές αντιφεγγίζει η καλοσύνη των απλών ανθρώπων που τις συντηρούν. Αυτών που τις σκουπίζουν, τις φυτεύουν, τις ασβεστώνουν. Που τις κρατούν καθαρές, αμόλυντες από τα βρωμερά, τ’ ακάθαρτα της ζωής μας (μεγάλο εφεύρημα ο ασβέστης, «καίγει» κάθε τι το βλαβερό, απολυμαίνει από το μίασμα, αποκαθαίρει. Είναι η άμυνά μας!..)

Στις άσπρες αυλές, τις φτωχικές, συντηρούνται οι μικροί παράδεισοι της ψυχής μας, τ’ άσυλά μας. Εκεί μένεις άτρωτος από βέλη φαρμακερά, κρατάς τη σκέψη ζωντανή, η καρδιά δε ματώνει στη ματαιότητα. Εκεί μπορείς να επαναστατήσεις, ν’ αναζητήσεις το φως, που το θάμπος, η βαριά χαμέρπεια της ζήσης, σου αποστερεί.

Αχ το φως!.. Πόσο ακριβοθώρητο είναι, πόσο πολύτιμο!.. Το ψάχνουμε σε πολυπλοκότητες, σε πράματα σύνθετα, δυσανάγνωστα. Σε λαβυρίνθους και στοές. Κι όμως, ιδού!.. Στην αυλή τη φτωχική υπάρχει. Εκεί όπου το λευκό κυριαρχεί. Στο λευκό συγκεντρώνεται η λάμψη, η υπερκόσμια λάμψη της αναγέννησης, της αναβάπτισης της ψυχής, της λύτρωσης.
Οι άσπρες αυλές των τόπων μας είναι κρατήρες φωτός, είναι κρατήρες ζωής. Είναι η κολυμπήθρα μας, η ανάστασή μας. Αυτή που απαιτείται για νάχει συνέχεια η ζωή…

Ποιοι όμως «κρατούν Θερμοπύλες;» Ποιοι συντηρούν και προστατεύουν τ’ άσυλά μας τούτα. Όχι, δεν είναι στρατιώτες εκπαιδευμένοι, ικανοί στην άμυνα. Δεν είν’ αυτόκλητα θύματα, ουδέ οι καταδικασμένοι του κόσμου μας. Είναι άνθρωποι κοινοί, δικοί μας, οι γύρω μας. Στρέψε τη ματιά σου σ’ ότι με πολύ ελαφράδα προσπέρασες, για να τους ιδείς.

Η μάνα η πολυβάσανη, οι άνθρωποι οι απλοί, της ζήσης, αυτοί που δεν αναλώθηκαν στα οικτρά, τα πονηρεμένα («απλοέλληνες», τους είχε αποκαλέσει ο «μπάρμπα Γιάννης» ο Σκαρίμπας), που κρατούν ζωντανή την ελπίδα. Περιχαρακώνουν το όνειρο, καθημερνά ξαναστήνουν τα όριά του, όταν τα σαρώνει με δύναμη ο βοριάς των «έξω» ανθρώπων, και πολεμούν με τα στοιχειά της φθίσης. Μια συνεχή πάλη είν’ η ζωή τους… 

Αλήθεια, τι θ’ απογίνουμε όταν οι άνθρωποι αυτοί λείψουν, όταν θα πάψουν να υπάρχουν ακρίτες;
Κάποτε ρώτησα τη μάνα γιατί κάθε λίγο και λιγάκι ασπρίζει την αυλή, ποιος ο λόγος αυτής της ανέξοδης προσπάθειας, αφού λίγοι την προσέχουν, καθώς είναι πολύ φτωχική η αυλή μας για να συγκινήσει τα βλέμματα. 

«Για τον έναν, παιδί μου, που θα ‘ρθεί, για κείνον που θα την προσέξει, που θα πιει τον καφέ του κάτω από την κληματαριά και θα ευφρανθεί με τη μυρωδιά του βασιλικού και του φρέσκου ασβέστη… Για κείνον που θα εκτιμήσει αυτό το λιγοστό, για κείνον αλλά και για μένα, για την αρχοντιά μου!, αρκεί ο κόπος…», μου απάντησε. 

Λόγια σοφά, μελετημένα, από χείλια ανθρώπων αγνών, άφθαρτων…

(*από τη σειρά μικρών δοκιμίων με τον τίτλο "Άδηλη σκέψη”)

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!