Ενεργειακά ορυκτά: λίγο πριν το τέλος;
[Δρ.Τζεφέρη Πέτρου] [by dr. tzeferis petros]
«Πόσο λογικό είναι μια χώρα σαν την Ελλάδα, που είναι προικισμένη με ηλιοφάνεια και ανέμους, να επιμένει σε μορφές ενέργειας που επιβαρύνουν το περιβάλλον; Κι όμως. Η Χώρα μας «απαντά» στην παγκόσμια πρόκληση των κλιματικών αλλαγών και του φαινομένου του θερμοκηπίου με νέα εργοστάσια καύσης άνθρακα και εμμονή στην εξόρυξη του ρυπογόνου λιγνίτη..»
Περισσότερα από ενάμισι στα δύο κείμενα που γράφονται για το θέμα, ξεκινούν ή καταλήγουν τον καταγγελτικό τους λόγο κάπως έτσι. Ορισμένοι προχωρούν και περισσότερο μιλώντας για «υποθήκευση του ενεργειακού μας μέλλοντος τα επόμενα χρόνια», με αφορμή τα σχέδια για λειτουργία νέων λιθανθρακικών μονάδων με προϊόν εισαγωγής από άλλες χώρες, θεωρώντας ότι «μια ανθρακική μονάδα δεν θα μπορεί να λειτουργεί με τα σημερινά χαμηλά κόστη ως το τέλος του ωφέλιμου χρόνου ζωής της. Η ένταση των κλιματικών αλλαγών θα επιβάλει εν τω μεταξύ αυστηρότερες κυρώσεις στους ρυπαίνοντες και -τελικά- αυτό που σήμερα φαίνεται ως ελκυστική επένδυση για κάποιους, θα εξελιχθεί σε έναν οικονομικό εφιάλτη»
Να προσθέσω κι εγώ ορισμένα; Στην Ελλάδα, η παραγωγή μίας κιλοβατώρας (Κwh) ρεύματος επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με 780g CO2 περίπου (για το φυσικό αέριο είναι περίπου το μισό), επιβάρυνση που υποχρεωτικά θα μετακυλιστεί στο βαλάντιο του τελικού καταναλωτή είτε ως κόστος δικαιωμάτων άνθρακα είτε ως κοινωνικό και σκιώδες κόστος (Shadow Price Of Carbon). Αρκεί μια βόλτα στη «χώρα του λιγνίτη» για να διαπιστώσει κανείς τις υπερβάσεις των ρύπων σε έδαφος και ατμόσφαιρα αλλά και το γεγονός ότι παρά τις προσπάθειες εκ μέρους της ΔΕΗ ΑΕ η «καταδίκη» της χώρας μας για παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ, άρθρα 2, 3 και 11), μετά την συλλογική καταγγελία του «Ιδρύματος Μαραγκοπούλου», δεν αποτελεί κενό γράμμα.
Η αλήθεια είναι ότι διαθέτουμε ένα σπάταλο και ρυπογόνο ενεργειακό χαρτοφυλάκιο. Κι ακόμη ότι η αντικατάσταση του ντόπιου, φτωχού (ενεργειακά) και ρυπογόνου λιγνίτη με τον λιγότερο φτωχό αλλά επίσης ρυπογόνο και εισαγόμενο λιθάνθρακα, δεν αποτελεί φτηνή κι αποτελεσματική λύση με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αλλά ούτε ανταποκρίνεται στο λαϊκό αίσθημα, που -κατά την άποψή μου- ακόμη κι όταν είναι λανθασμένο πρέπει να γίνεται σεβαστό. Και θα μπορούσα να προσθέσω και χιλιάδες άλλα: για τα αιωρούμενα σωματίδια και τους χώρους απόθεσης της "ιπτάμενης τέφρας" ειδικά υπό συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και άπνοιας, για τη λάσπη το χειμώνα, για την λειτουργία των εργολαβικών εταιρειών εντός των λιγνιτικών κέντρων (ασφάλεια, ατυχήματα κλπ) όπου ο ΕΚΧ έχει πάει a priori...περίπατο, για την αξιοποίηση της παραγόμενης "γύψου" από τις μονάδες αποθείωσης κλπ.
Σύμφωνοι, υπάρχει μήπως ώριμη εναλλακτική λύση, στα πλαίσια της βιώσιμης ανάπτυξης και ποιά είναι αυτή; Διότι εδώ το ζήτημα δεν είναι να ιχνηλατήσουμε το πρόβλημα, χωρίς καν να εικάσουμε τη λύση, αλλά να δούμε όσο γίνεται σφαιρικά το θέμα και κυρίως να εντοπίσουμε το δέον γενέσθαι αλλά και το δυνατόν γενέσθαι.
Φυσικά, όλοι όσοι ασχολούνται με το θέμα γνωρίζουν λίγο πολύ τί σημαίνει λιγνίτης για τα ενεργειακά πράγματα της Χώρας μας. Ότι δηλ. η Ελλάδα κατέχει τη 2η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την 5η παγκοσμίως, στην παραγωγή του λιγνίτη, καλύπτοντας έτσι, με την καύση του, πάνω από τα δύο τρίτα (67%) της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς μάλιστα να χρησιμοποιηθούν τα μεγάλα κοιτάσματα Ελασσόνας και Δράμας που παραμένουν in situ. Και ότι ο λιγνίτης, παρά την αρνητική συμβολή του στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, αποτελεί για τη χώρα μας την οικονομικότερη πηγή ενέργειας, συμβάλλοντας στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την μείωση του βαθμού εξάρτησής μας από το πετρέλαιο. Η μάλλον για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αν δεν γύριζε ο καδοτροχός μέρα νύχτα, 24 ώρες το 24ωρο, για πολλά χρόνια, η χώρα μας θα ήταν σε μεγάλο βαθμό βυθισμένη στο σκοτάδι της ενεργειακής και οικονομικής εξάρτησης...
Πόσοι όμως, γνωρίζουν επιπλέον ότι ακόμη κι αν χρησιμοποιηθεί ο λιγνίτης καθώς οι υπόλοιποι διαθέσιμοι ενεργειακοί εθνικοί πόροι, η Χώρα θα συνεχίσει να ταλανίζεται με το πρόβλημα της επάρκειας ενέργειας, τουλάχιστον έως το 2015 ; Και ακόμη πόσοι είναι διατεθειμένοι να περιορίσουν τις ενεργειακές τους ανάγκες για να πάψουν να αρρωσταίνουν οι μαθητές της Πτολεμαϊδας από βλάβες στο αναπνευστικό; H πόσοι είναι διατεθειμένοι, στα πλαίσια της αρχής «ο ρυπαίνων (ή μάλλον ο ..ρυπαινόμενος) πληρώνει», να δεχτούν να πληρώσουν (πολύ) παραπάνω την τιμή της KWh ώστε να ενσωματωθεί το περιβαλλοντικό κόστος (πχ. ρήτρα ρύπων για την αγορά δικαιωμάτων) στο κόστος της ενέργειας; Πόσοι είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την «αβεβαιότητα» και τη "στρατηγική εξάρτηση" των αγωγών και του εισαγόμενου φυσικού αερίου και ακόμη να πληρώσουν πανάκριβα τη διείσδυση των ΑΠΕ, όταν οι ίδιοι για να τις εγκαταστήσουν είτε ως «επιχειρούντες» είτε ως «οικιακοί χρήστες» ξεκινούν (και δικαίως) παρά μόνο μετά από γενναία επιδότηση (Ν.3468/2006); Και τέλος, πόσοι είναι έτοιμοι να συναινέσουν στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ως τεχνολογίας βάσης χαμηλού άνθρακα, ξεχνώντας όλα τα άλλα «συμπαρομαρτούντα» που προκύπτουν από τη χρήση της; Κατ’ ουσίαν ελάχιστοι. Ούτε ο γράφων!
Ολοι φυσικά, ανάγουμε το θέμα ως πολιτικό, στην πολιτεία που όφειλε και οφείλει να λύσει το ενεργειακό με τρόπο ασφαλή, οικονομικό, χωρίς να επηρεάζει την υγεία και το περιβάλλον και επιπλέον με την γνωστή επωδό: να εξοικονομήσει ενέργεια, να επιταχύνει το ρυθμό ανάπτυξης των ΑΠΕ μηδενίζοντας τους ρύπους θερμοκηπίου, να εξασφαλίσει φυσικό αέριο με μακροχρόνιες συμβάσεις. Και είναι σωστό αυτό. Ας δούμε όμως παρακάτω σε πολύ αδρές γραμμές και πόσο εφικτό είναι και μάλιστα στο άμεσο μέλλον.
Η αλήθεια είναι ότι η παγκόσμια ενεργειακή οικονομία, διατηρώντας αμείωτη την ανάγκη για την ασφάλεια στον ενεργειακό εφοδιασμό, δεν μπορεί να στραφεί σχετικά γρήγορα σε χαμηλή κατανάλωση ορυκτών ανθράκων. Σήμερα, η αιολική, η ηλιακή ενέργεια και τα βιοκαύσιμα, αντιπροσωπεύουν μόλις το 2% της παγκοσμίως παραγόμενης ενέργειας. Παρότι οι προσδοκίες για τις ΑΠΕ είναι μεγάλες, φαίνεται ότι δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις παγκόσμιες ανάγκες για ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς να υπάρξει μια περίοδος αυξημένης χρήσης του άνθρακα και ενδεχομένως επέκτασης της πυρηνικής ενέργειας. Και αυτό οφείλεται τόσο σε τεχνικούς όσο και σε οικονομικούς λόγους: μικρή αύξηση ποσοστού μετατροπής των συστημάτων ΑΠΕ σε ηλεκτρισμό, προβλήματα αποθήκευσης τόσο για την ηλιακή όσο την αιολική ενέργεια που δεν τους επιτρέπουν να λειτουργήσουν ως μονάδες βασης κλπ.
Το σύνολο σχεδόν των σχεδίων των 25 επόμενων ετών διεθνώς (επενδύσεις 500 δισ. δολ. περίπου), περιλαμβάνουν θερμοηλεκτρικούς σταθμούς που θα λειτουργούν με άνθρακα: ως το 2030 η πρόβλεψη είναι ότι θα έχουν κατασκευαστεί νέες εγκαταστάσεις δυναμικού πάνω από 670 GW, με τα δύο τρίτα εξ αυτών σε Κίνα και η Ινδία. Κι ας μην ξεχνάμε ότι το 2030 οι παγκόσμιες ενεργειακές μας ανάγκες θα είναι κατά 60% μεγαλύτερες!
Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, έχουν γίνει προσπάθειες ανάπτυξης σταθμών είτε τεχνολογίας “καθαρού άνθρακα”, είτε συνδυασμένου κύκλου (IGCC), είτε συμπαραγωγής (ΣΗΘ). Επίσης, οι τεχνολογίες CCS (τεχνολογίες Carbon Capture and Storage) μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές δυνατότητες για τα ενεργειακά ορυκτά και ίσως αποτελούν την μόνη διασφάλιση μιας βιώσιμης και μακροχρόνιας χρήσης του άνθρακα. Παρά την «ανωριμότητά» τους αλλά και τα προβλήματα κόστους και ασφάλειας,η ΕΕ συνιστά οποιεσδήποτε μελλοντικές εξελίξεις στον τομέα των ορυκτών καυσίμων να είναι προσαρμοσμένες στην τεχνολογία CCS (capture ready) στα μέτρο του τεχνικώς εφικτού.
Σύμφωνα με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις συμβατικές πηγές ενέργειας και την ενεργειακή τεχνολογία (2007/2091/(ΙΝΙ)), τα ορυκτά καύσιμα θα «παραμείνουν άκρως σημαντικά για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ και θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μακροπρόθεσμα έως ότου οι βασικές ανάγκες να μπορούν να καλυφθούν από AΠΕ». Παράλληλα, το ψήφισμα αποκαλύπτει την αδυναμία της ΕΕ για την καθιέρωση της ενιαίας πολιτικής της Πράσινης Βίβλου εφόσον στέκεται μετέωρη μεταξύ της ανάγκης για περιορισμό των αερίων θερμοκηπίου αλλά και την αδυναμία κατάργησης των ορυκτών ανθράκων, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα και την πυρηνική ενέργεια ως «απολύτως απαραίτητη για την κάλυψη αναγκών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
Ειδικότερα για τη χώρα μας και τη μεταβατική περίοδο που διανύουμε μέχρι το 2020, σύμφωνα με παλαιότερη (του 2008) αλλά και την πρόσφατη (2009) έκθεση του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ), είναι απαραίτητη η συντήρηση των λιγνιτικών μονάδων, σε μειούμενο ποσοστό: η συμμετοχή του στο ενεργειακό ισοζύγιο από το 52,5% σήμερα, θα περιοριστεί στο 29% το έτος 2020 και το 11% το 2030. Μάλιστα το ΣΕΕΣ, θεωρούσε μέχρι πρότεινος (στην έκθεση του 2008) αναγκαία και την εισαγωγή του λιθάνθρακα στο ενεργειακό μίγμα, σε περιορισμένη χρήση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα επάρκειας και διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας αλλά και να δοθεί η δυνατότητα απόσυρσης των παλιών λιγνιτικών μονάδων. Η χρήση του λιθάνθρακα στη νέα έκθεση του 2009 μετατοπίζεται για την περίοδο 2020-2030, συνδυαζόμενη με την ανάδειξη των τεχνολογιών καθαρής καύσης και CCS και της προσδοκώμενης αλλαγής του βαθμού της κοινωνικής αποδοχής.
Διαφορετικά μη αξιοποιώντας τα ενεργειακά ορυκτά, η χώρα μας κινδυνεύει, σύμφωνα πάντα με το ΣΕΕΣ, να βρεθεί αντιμέτωπη με καταστάσεις οριακής κάλυψης των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια, αν μάλιστα συνυπολογιστούν και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων ΑΠΕ ή αγωγών φυσικού αερίου. Και ακόμη ο δείκτης της ενεργειακής της εξάρτησης, ενδέχεται να εκτοξευθεί κοντά στο 100%, όταν σήμερα με τη χρήση του λιγνίτη ήδη ξεπερνά το 70%. Και ως γνωστόν, ο βαθμός εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής δεν μπορεί να είναι απεριόριστος. Κι ακόμη η απεξάρτηση, δεν συντελείται με την προώθηση της εξάρτησης…
Συμπερασματικά, τα ενεργειακά ορυκτά δεν μπορούν να «απενταχθούν» άμεσα και θα συμμετέχουν στο ενεργειακό μας μίγμα, αναγκαστικά, για αρκετά χρόνια ακόμη, όσο εμείς διατηρούμε το ίδιο σπάταλο καταναλωτικό πρότυπο και παράλληλα έχουμε επιλέξει την συνειδητή «αποχή» από τα «πυρηνικά» ενεργειακά δρώμενα. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιορίσουμε προγραμματισμένα και απόλυτα ελεγχόμενα το ποσοστό συμμετοχής τους, ενισχύοντας τις επενδύσεις και τη διείσδυση των ΑΠΕ. Ηδη η πολιτική επιλογή του υπουργού ανάπτυξης για το θέμα του λινθάνθρακα, ανεξάρτητα τα συν και πλην που αναμφισβήτητα υπάρχουν, είναι μια θαρραλέα κίνηση που δίνει επιτέλους μια κατεύθυνση και παράλληλα ικανοποιεί την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι έτοιμες να δεχθούν αμφιλεγόμενες επιστημονικά λύσεις ούτε λύσεις που τους επιβάλουνται ως «μαύρο κουτί» και δεν έχουν αποδεδειγμένα συναρτήσει την παρουσία τους με το τοπικό όφελος. Επιπλέον δεν είναι ακόμη σε θέση να συσχετίσουν το εικαζόμενο συμφέρον τους με το εθνικό και παγκόσμιο συμφέρον, ώστε να δουν θετικά μια επένδυση, μόνο και μόνο χάρις σε μια τέτοια συσχέτιση. Οι πολίτες σκέφτονται ατομικά όχι παγκόσμια και αυτό είναι λογικό αποτέλεσμα ιεράρχησης των εκάστοτε αναγκών. Συνεπώς η επιλογή των τόπων εγκατάστασης των μονάδων άνθρακα θα πρέπει να συντελείται με την ρητή συναίνεση των τοπικών κοινωνιών και την εφαρμογή κριτηρίων που συνάδουν προς την περιφερειακή ανάπτυξη και συνυπολογίζουν το περιβαλλοντικό/κοινωνικό κόστος καθώς και το κόστος των CCS.
Εντούτοις, κάθε τέτοια κίνηση που περιορίζει (έστω και δικαιολογημένα) τις απαραίτητες μονάδες βάσης στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θα πρέπει να συνεπικουρείται κι από άμεσες πρακτικές που θα υπερβαίνουν το επικοινωνιακό επίπεδο περί "πράσινης" ανάπτυξης, κι αυτή η παρατήρηση απευθύνεται σε ολα τα κόμματα και τις παρατάξεις που πλέον καταπιάνονται με τα ζητήματα αυτά με συστηματικό τρόπο καθιστώντας την "πράσινη ανάπτυξη" ως κεντρικό συστατικό στοιχείο του πολιτικού τους λόγου. Δυστυχώς, οι επικοινωνικές ανακαινίσεις της πρόσοψης ώστε να φαίνεται πράσινη δεν αποτελούν διατηρήσιμη και διαχρονική λύση. Ούτε το "πρασίνισμα" που οδηγεί σε νέα καταναλωτική μανία (οικο-υποκρισία, eco craziness). Το ζητούμενο είναι μια εναλλακτική βιώσιμη λύση που θα οδηγήσει στη μετάβαση για την βιώσιμη κοινωνία. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν ααπιτεί απλώς μια στρατηγική "πράσινης ανάπτυξης" αλλά μια ολοκληρωμένη στρατηγική που μπορεί να γίνει πράξη με συντονισμένη συλλογική προσπάθεια αλλά και με ατομικές πρωτοβουλίες απο τον καθένα μας και όχι με επικοινωνιακούς βαρύγδουπους τίτλους.
Σε ό,τι αφορά τις AΠE, η νέα έκθεση του ΣΕΕΣ, εκτιμά το μέγιστο ποσοστό διείσδυσης στην ηλεκτροπαραγωγή το 2020, περίπου στο 30%, στόχος ιδιαίτερα φιλόδοξος για τους σημερινούς ρυθμούς. H έκθεση χαρακτηρίζει αντιεπενδυτική την ύπαρξη πολύ μεγάλου αριθμού αιτήσεων για άδειες παραγωγής (υπερβαίνουν τα 50 χιλιάδες MW) και προτείνει την επιλογή των πλέον αποδοτικών έργων μέχρι της ισχύος που επιτρέπει η ευστάθεια του συστήματος. H ισχύς αυτή ορίζεται από το ΣEEΣ στα 6.500 MW καθώς από εκεί και πάνω απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις σε δίκτυα. Αυτά για όσους θεωρούν ότι μπορούμε να παράγουμε απεριόριστα "πράσινη" ενέργεια με ελάχιστο (ενδεχομένως και καθόλου) κόστος (αν θυμηθούμε παλιότερο διαφημιστικό μότο που έλεγε ευθαρσώς "στη χώρα μας υπάρχει ενέργεια που ειναι δωρεάν..."), κι όταν δεν το κάνουμε ειμαστε τεχνικά ακατάρτιστοι ή πολιτικά έκθετοι... Δυστυχώς όμως, αγαπητοί μου, όσο κι αν θα το επιθυμούσαμε, καμία ενέργεια δεν είναι δωρεάν, ούτε του κάρβουνου, ούτε των ΑΠΕ, ούτε των megawatts, ούτε ακόμη και των negawatts... Η μεγαλύτερη δεξαμενή δωρεάν ενέργειας είναι η εξοικονόμηση δηλ. η ενέργεια που δεν παράγεται ούτε φυσικά καταναλώνεται..
Ας πάψει, λοιπόν, η υποκρισία και το φοβικό σύνδρομο του «κάρβουνου» που …μουντζουρώνει τη ζωή μας. Δεν φταίει ο λιγνίτης που εμείς «καταβροχθίζουμε» κάθε χρόνο σχεδόν 3-5% περισσότερη ενέργεια για την άνεσή μας αλλά και λόγω παντελούς έλλειψης ενεργειακής συνείδησης. Ούτε φυσικά και οι ΑΠΕ που δεν καταφέρνουν να αποτελέσουν την «passepartout» λύση «εδώ και τώρα». Μαύρη ή πράσινη, η κατανάλωση έχει τον ίδιο παρονομαστή. Στο κάτω-κάτω, η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρισμού είναι ο ένας σημαντικός ρυπαντής. Ξεχάσαμε τον άλλο μεγάλο υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου που είναι οι παγκόσμιες μεταφορές οι οποίες "ενοχοποιούνται" για το κατά 50% των εκπομπών CO2; Ξέρετε, ότι αν η εναέρια κυκλοφορία συνεχίσει να αναπτύσσεται σε αυτό το βαθμό, θα χρειαστεί όλοι οι υπόλοιποι «παραγωγοί» του CO2 (βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή κλπ) να μειώσουν τις εκπομπές τους στο μηδέν για να επιτευχθούν οι συμφωνημένοι στόχοι εκπομπών;
Ας βάλουμε λοιπόν πρώτα ένα μέτρο σύγκρισης, μια ιεράρχηση των ρυπαντών. Και ένα σχέδιο για την βαθμιαία αποδέσμευσή τους, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες μας. Και ας πάψουμε να υποκρινόμαστε, ασχολούμενοι με την αγελάδα που «ρεύεται» και παράγει μεθάνιο σε μια χώρα χωρίς κτηνοτροφία, την "θέρμανση" λόγω της αντανάκλασης του ήλιου στα Φ/Β πάνελ του πάρκου της Μεγαλόπολης των 50MW που μέχρι σήμερα το έχουμε δει να πραγματοποιείται μόνο με το ...photoshop (εκκρεμεί στο ΣτΕ), τα λαμπάκια του 15ήμερου των χριστουγεννιάτικων γιορτών, την ορυζοκαλλιέργεια που επίσης παράγει μεθάνιο λόγω αναερόβιας ζύμωσης κλπ., δημιουργώντας επίκαιρες αφορμές για ανέξοδη οικολογική αμετροέπεια…
Οχι άλλο κάρβουνο, ναι. Όχι άλλο κάρβουνο μέσα στα μάτια μας…
Η Έκθεση ΣΕΕΣ για το Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό του 2009 (29/07/2009)
Οροι χρήσης ιστοσελίδας:http://elladitsamas.blogspot.com
«Πόσο λογικό είναι μια χώρα σαν την Ελλάδα, που είναι προικισμένη με ηλιοφάνεια και ανέμους, να επιμένει σε μορφές ενέργειας που επιβαρύνουν το περιβάλλον; Κι όμως. Η Χώρα μας «απαντά» στην παγκόσμια πρόκληση των κλιματικών αλλαγών και του φαινομένου του θερμοκηπίου με νέα εργοστάσια καύσης άνθρακα και εμμονή στην εξόρυξη του ρυπογόνου λιγνίτη..»
Περισσότερα από ενάμισι στα δύο κείμενα που γράφονται για το θέμα, ξεκινούν ή καταλήγουν τον καταγγελτικό τους λόγο κάπως έτσι. Ορισμένοι προχωρούν και περισσότερο μιλώντας για «υποθήκευση του ενεργειακού μας μέλλοντος τα επόμενα χρόνια», με αφορμή τα σχέδια για λειτουργία νέων λιθανθρακικών μονάδων με προϊόν εισαγωγής από άλλες χώρες, θεωρώντας ότι «μια ανθρακική μονάδα δεν θα μπορεί να λειτουργεί με τα σημερινά χαμηλά κόστη ως το τέλος του ωφέλιμου χρόνου ζωής της. Η ένταση των κλιματικών αλλαγών θα επιβάλει εν τω μεταξύ αυστηρότερες κυρώσεις στους ρυπαίνοντες και -τελικά- αυτό που σήμερα φαίνεται ως ελκυστική επένδυση για κάποιους, θα εξελιχθεί σε έναν οικονομικό εφιάλτη»
Να προσθέσω κι εγώ ορισμένα; Στην Ελλάδα, η παραγωγή μίας κιλοβατώρας (Κwh) ρεύματος επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με 780g CO2 περίπου (για το φυσικό αέριο είναι περίπου το μισό), επιβάρυνση που υποχρεωτικά θα μετακυλιστεί στο βαλάντιο του τελικού καταναλωτή είτε ως κόστος δικαιωμάτων άνθρακα είτε ως κοινωνικό και σκιώδες κόστος (Shadow Price Of Carbon). Αρκεί μια βόλτα στη «χώρα του λιγνίτη» για να διαπιστώσει κανείς τις υπερβάσεις των ρύπων σε έδαφος και ατμόσφαιρα αλλά και το γεγονός ότι παρά τις προσπάθειες εκ μέρους της ΔΕΗ ΑΕ η «καταδίκη» της χώρας μας για παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ, άρθρα 2, 3 και 11), μετά την συλλογική καταγγελία του «Ιδρύματος Μαραγκοπούλου», δεν αποτελεί κενό γράμμα.
Η αλήθεια είναι ότι διαθέτουμε ένα σπάταλο και ρυπογόνο ενεργειακό χαρτοφυλάκιο. Κι ακόμη ότι η αντικατάσταση του ντόπιου, φτωχού (ενεργειακά) και ρυπογόνου λιγνίτη με τον λιγότερο φτωχό αλλά επίσης ρυπογόνο και εισαγόμενο λιθάνθρακα, δεν αποτελεί φτηνή κι αποτελεσματική λύση με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αλλά ούτε ανταποκρίνεται στο λαϊκό αίσθημα, που -κατά την άποψή μου- ακόμη κι όταν είναι λανθασμένο πρέπει να γίνεται σεβαστό. Και θα μπορούσα να προσθέσω και χιλιάδες άλλα: για τα αιωρούμενα σωματίδια και τους χώρους απόθεσης της "ιπτάμενης τέφρας" ειδικά υπό συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και άπνοιας, για τη λάσπη το χειμώνα, για την λειτουργία των εργολαβικών εταιρειών εντός των λιγνιτικών κέντρων (ασφάλεια, ατυχήματα κλπ) όπου ο ΕΚΧ έχει πάει a priori...περίπατο, για την αξιοποίηση της παραγόμενης "γύψου" από τις μονάδες αποθείωσης κλπ.
Σύμφωνοι, υπάρχει μήπως ώριμη εναλλακτική λύση, στα πλαίσια της βιώσιμης ανάπτυξης και ποιά είναι αυτή; Διότι εδώ το ζήτημα δεν είναι να ιχνηλατήσουμε το πρόβλημα, χωρίς καν να εικάσουμε τη λύση, αλλά να δούμε όσο γίνεται σφαιρικά το θέμα και κυρίως να εντοπίσουμε το δέον γενέσθαι αλλά και το δυνατόν γενέσθαι.
Φυσικά, όλοι όσοι ασχολούνται με το θέμα γνωρίζουν λίγο πολύ τί σημαίνει λιγνίτης για τα ενεργειακά πράγματα της Χώρας μας. Ότι δηλ. η Ελλάδα κατέχει τη 2η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την 5η παγκοσμίως, στην παραγωγή του λιγνίτη, καλύπτοντας έτσι, με την καύση του, πάνω από τα δύο τρίτα (67%) της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς μάλιστα να χρησιμοποιηθούν τα μεγάλα κοιτάσματα Ελασσόνας και Δράμας που παραμένουν in situ. Και ότι ο λιγνίτης, παρά την αρνητική συμβολή του στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, αποτελεί για τη χώρα μας την οικονομικότερη πηγή ενέργειας, συμβάλλοντας στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την μείωση του βαθμού εξάρτησής μας από το πετρέλαιο. Η μάλλον για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αν δεν γύριζε ο καδοτροχός μέρα νύχτα, 24 ώρες το 24ωρο, για πολλά χρόνια, η χώρα μας θα ήταν σε μεγάλο βαθμό βυθισμένη στο σκοτάδι της ενεργειακής και οικονομικής εξάρτησης...
Πόσοι όμως, γνωρίζουν επιπλέον ότι ακόμη κι αν χρησιμοποιηθεί ο λιγνίτης καθώς οι υπόλοιποι διαθέσιμοι ενεργειακοί εθνικοί πόροι, η Χώρα θα συνεχίσει να ταλανίζεται με το πρόβλημα της επάρκειας ενέργειας, τουλάχιστον έως το 2015 ; Και ακόμη πόσοι είναι διατεθειμένοι να περιορίσουν τις ενεργειακές τους ανάγκες για να πάψουν να αρρωσταίνουν οι μαθητές της Πτολεμαϊδας από βλάβες στο αναπνευστικό; H πόσοι είναι διατεθειμένοι, στα πλαίσια της αρχής «ο ρυπαίνων (ή μάλλον ο ..ρυπαινόμενος) πληρώνει», να δεχτούν να πληρώσουν (πολύ) παραπάνω την τιμή της KWh ώστε να ενσωματωθεί το περιβαλλοντικό κόστος (πχ. ρήτρα ρύπων για την αγορά δικαιωμάτων) στο κόστος της ενέργειας; Πόσοι είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την «αβεβαιότητα» και τη "στρατηγική εξάρτηση" των αγωγών και του εισαγόμενου φυσικού αερίου και ακόμη να πληρώσουν πανάκριβα τη διείσδυση των ΑΠΕ, όταν οι ίδιοι για να τις εγκαταστήσουν είτε ως «επιχειρούντες» είτε ως «οικιακοί χρήστες» ξεκινούν (και δικαίως) παρά μόνο μετά από γενναία επιδότηση (Ν.3468/2006); Και τέλος, πόσοι είναι έτοιμοι να συναινέσουν στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ως τεχνολογίας βάσης χαμηλού άνθρακα, ξεχνώντας όλα τα άλλα «συμπαρομαρτούντα» που προκύπτουν από τη χρήση της; Κατ’ ουσίαν ελάχιστοι. Ούτε ο γράφων!
Ολοι φυσικά, ανάγουμε το θέμα ως πολιτικό, στην πολιτεία που όφειλε και οφείλει να λύσει το ενεργειακό με τρόπο ασφαλή, οικονομικό, χωρίς να επηρεάζει την υγεία και το περιβάλλον και επιπλέον με την γνωστή επωδό: να εξοικονομήσει ενέργεια, να επιταχύνει το ρυθμό ανάπτυξης των ΑΠΕ μηδενίζοντας τους ρύπους θερμοκηπίου, να εξασφαλίσει φυσικό αέριο με μακροχρόνιες συμβάσεις. Και είναι σωστό αυτό. Ας δούμε όμως παρακάτω σε πολύ αδρές γραμμές και πόσο εφικτό είναι και μάλιστα στο άμεσο μέλλον.
Η αλήθεια είναι ότι η παγκόσμια ενεργειακή οικονομία, διατηρώντας αμείωτη την ανάγκη για την ασφάλεια στον ενεργειακό εφοδιασμό, δεν μπορεί να στραφεί σχετικά γρήγορα σε χαμηλή κατανάλωση ορυκτών ανθράκων. Σήμερα, η αιολική, η ηλιακή ενέργεια και τα βιοκαύσιμα, αντιπροσωπεύουν μόλις το 2% της παγκοσμίως παραγόμενης ενέργειας. Παρότι οι προσδοκίες για τις ΑΠΕ είναι μεγάλες, φαίνεται ότι δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις παγκόσμιες ανάγκες για ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς να υπάρξει μια περίοδος αυξημένης χρήσης του άνθρακα και ενδεχομένως επέκτασης της πυρηνικής ενέργειας. Και αυτό οφείλεται τόσο σε τεχνικούς όσο και σε οικονομικούς λόγους: μικρή αύξηση ποσοστού μετατροπής των συστημάτων ΑΠΕ σε ηλεκτρισμό, προβλήματα αποθήκευσης τόσο για την ηλιακή όσο την αιολική ενέργεια που δεν τους επιτρέπουν να λειτουργήσουν ως μονάδες βασης κλπ.
Το σύνολο σχεδόν των σχεδίων των 25 επόμενων ετών διεθνώς (επενδύσεις 500 δισ. δολ. περίπου), περιλαμβάνουν θερμοηλεκτρικούς σταθμούς που θα λειτουργούν με άνθρακα: ως το 2030 η πρόβλεψη είναι ότι θα έχουν κατασκευαστεί νέες εγκαταστάσεις δυναμικού πάνω από 670 GW, με τα δύο τρίτα εξ αυτών σε Κίνα και η Ινδία. Κι ας μην ξεχνάμε ότι το 2030 οι παγκόσμιες ενεργειακές μας ανάγκες θα είναι κατά 60% μεγαλύτερες!
Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, έχουν γίνει προσπάθειες ανάπτυξης σταθμών είτε τεχνολογίας “καθαρού άνθρακα”, είτε συνδυασμένου κύκλου (IGCC), είτε συμπαραγωγής (ΣΗΘ). Επίσης, οι τεχνολογίες CCS (τεχνολογίες Carbon Capture and Storage) μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές δυνατότητες για τα ενεργειακά ορυκτά και ίσως αποτελούν την μόνη διασφάλιση μιας βιώσιμης και μακροχρόνιας χρήσης του άνθρακα. Παρά την «ανωριμότητά» τους αλλά και τα προβλήματα κόστους και ασφάλειας,η ΕΕ συνιστά οποιεσδήποτε μελλοντικές εξελίξεις στον τομέα των ορυκτών καυσίμων να είναι προσαρμοσμένες στην τεχνολογία CCS (capture ready) στα μέτρο του τεχνικώς εφικτού.
Σύμφωνα με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις συμβατικές πηγές ενέργειας και την ενεργειακή τεχνολογία (2007/2091/(ΙΝΙ)), τα ορυκτά καύσιμα θα «παραμείνουν άκρως σημαντικά για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ και θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μακροπρόθεσμα έως ότου οι βασικές ανάγκες να μπορούν να καλυφθούν από AΠΕ». Παράλληλα, το ψήφισμα αποκαλύπτει την αδυναμία της ΕΕ για την καθιέρωση της ενιαίας πολιτικής της Πράσινης Βίβλου εφόσον στέκεται μετέωρη μεταξύ της ανάγκης για περιορισμό των αερίων θερμοκηπίου αλλά και την αδυναμία κατάργησης των ορυκτών ανθράκων, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα και την πυρηνική ενέργεια ως «απολύτως απαραίτητη για την κάλυψη αναγκών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
Ειδικότερα για τη χώρα μας και τη μεταβατική περίοδο που διανύουμε μέχρι το 2020, σύμφωνα με παλαιότερη (του 2008) αλλά και την πρόσφατη (2009) έκθεση του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ), είναι απαραίτητη η συντήρηση των λιγνιτικών μονάδων, σε μειούμενο ποσοστό: η συμμετοχή του στο ενεργειακό ισοζύγιο από το 52,5% σήμερα, θα περιοριστεί στο 29% το έτος 2020 και το 11% το 2030. Μάλιστα το ΣΕΕΣ, θεωρούσε μέχρι πρότεινος (στην έκθεση του 2008) αναγκαία και την εισαγωγή του λιθάνθρακα στο ενεργειακό μίγμα, σε περιορισμένη χρήση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα επάρκειας και διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας αλλά και να δοθεί η δυνατότητα απόσυρσης των παλιών λιγνιτικών μονάδων. Η χρήση του λιθάνθρακα στη νέα έκθεση του 2009 μετατοπίζεται για την περίοδο 2020-2030, συνδυαζόμενη με την ανάδειξη των τεχνολογιών καθαρής καύσης και CCS και της προσδοκώμενης αλλαγής του βαθμού της κοινωνικής αποδοχής.
Διαφορετικά μη αξιοποιώντας τα ενεργειακά ορυκτά, η χώρα μας κινδυνεύει, σύμφωνα πάντα με το ΣΕΕΣ, να βρεθεί αντιμέτωπη με καταστάσεις οριακής κάλυψης των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια, αν μάλιστα συνυπολογιστούν και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων ΑΠΕ ή αγωγών φυσικού αερίου. Και ακόμη ο δείκτης της ενεργειακής της εξάρτησης, ενδέχεται να εκτοξευθεί κοντά στο 100%, όταν σήμερα με τη χρήση του λιγνίτη ήδη ξεπερνά το 70%. Και ως γνωστόν, ο βαθμός εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής δεν μπορεί να είναι απεριόριστος. Κι ακόμη η απεξάρτηση, δεν συντελείται με την προώθηση της εξάρτησης…
Συμπερασματικά, τα ενεργειακά ορυκτά δεν μπορούν να «απενταχθούν» άμεσα και θα συμμετέχουν στο ενεργειακό μας μίγμα, αναγκαστικά, για αρκετά χρόνια ακόμη, όσο εμείς διατηρούμε το ίδιο σπάταλο καταναλωτικό πρότυπο και παράλληλα έχουμε επιλέξει την συνειδητή «αποχή» από τα «πυρηνικά» ενεργειακά δρώμενα. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιορίσουμε προγραμματισμένα και απόλυτα ελεγχόμενα το ποσοστό συμμετοχής τους, ενισχύοντας τις επενδύσεις και τη διείσδυση των ΑΠΕ. Ηδη η πολιτική επιλογή του υπουργού ανάπτυξης για το θέμα του λινθάνθρακα, ανεξάρτητα τα συν και πλην που αναμφισβήτητα υπάρχουν, είναι μια θαρραλέα κίνηση που δίνει επιτέλους μια κατεύθυνση και παράλληλα ικανοποιεί την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι έτοιμες να δεχθούν αμφιλεγόμενες επιστημονικά λύσεις ούτε λύσεις που τους επιβάλουνται ως «μαύρο κουτί» και δεν έχουν αποδεδειγμένα συναρτήσει την παρουσία τους με το τοπικό όφελος. Επιπλέον δεν είναι ακόμη σε θέση να συσχετίσουν το εικαζόμενο συμφέρον τους με το εθνικό και παγκόσμιο συμφέρον, ώστε να δουν θετικά μια επένδυση, μόνο και μόνο χάρις σε μια τέτοια συσχέτιση. Οι πολίτες σκέφτονται ατομικά όχι παγκόσμια και αυτό είναι λογικό αποτέλεσμα ιεράρχησης των εκάστοτε αναγκών. Συνεπώς η επιλογή των τόπων εγκατάστασης των μονάδων άνθρακα θα πρέπει να συντελείται με την ρητή συναίνεση των τοπικών κοινωνιών και την εφαρμογή κριτηρίων που συνάδουν προς την περιφερειακή ανάπτυξη και συνυπολογίζουν το περιβαλλοντικό/κοινωνικό κόστος καθώς και το κόστος των CCS.
Εντούτοις, κάθε τέτοια κίνηση που περιορίζει (έστω και δικαιολογημένα) τις απαραίτητες μονάδες βάσης στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θα πρέπει να συνεπικουρείται κι από άμεσες πρακτικές που θα υπερβαίνουν το επικοινωνιακό επίπεδο περί "πράσινης" ανάπτυξης, κι αυτή η παρατήρηση απευθύνεται σε ολα τα κόμματα και τις παρατάξεις που πλέον καταπιάνονται με τα ζητήματα αυτά με συστηματικό τρόπο καθιστώντας την "πράσινη ανάπτυξη" ως κεντρικό συστατικό στοιχείο του πολιτικού τους λόγου. Δυστυχώς, οι επικοινωνικές ανακαινίσεις της πρόσοψης ώστε να φαίνεται πράσινη δεν αποτελούν διατηρήσιμη και διαχρονική λύση. Ούτε το "πρασίνισμα" που οδηγεί σε νέα καταναλωτική μανία (οικο-υποκρισία, eco craziness). Το ζητούμενο είναι μια εναλλακτική βιώσιμη λύση που θα οδηγήσει στη μετάβαση για την βιώσιμη κοινωνία. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν ααπιτεί απλώς μια στρατηγική "πράσινης ανάπτυξης" αλλά μια ολοκληρωμένη στρατηγική που μπορεί να γίνει πράξη με συντονισμένη συλλογική προσπάθεια αλλά και με ατομικές πρωτοβουλίες απο τον καθένα μας και όχι με επικοινωνιακούς βαρύγδουπους τίτλους.
Σε ό,τι αφορά τις AΠE, η νέα έκθεση του ΣΕΕΣ, εκτιμά το μέγιστο ποσοστό διείσδυσης στην ηλεκτροπαραγωγή το 2020, περίπου στο 30%, στόχος ιδιαίτερα φιλόδοξος για τους σημερινούς ρυθμούς. H έκθεση χαρακτηρίζει αντιεπενδυτική την ύπαρξη πολύ μεγάλου αριθμού αιτήσεων για άδειες παραγωγής (υπερβαίνουν τα 50 χιλιάδες MW) και προτείνει την επιλογή των πλέον αποδοτικών έργων μέχρι της ισχύος που επιτρέπει η ευστάθεια του συστήματος. H ισχύς αυτή ορίζεται από το ΣEEΣ στα 6.500 MW καθώς από εκεί και πάνω απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις σε δίκτυα. Αυτά για όσους θεωρούν ότι μπορούμε να παράγουμε απεριόριστα "πράσινη" ενέργεια με ελάχιστο (ενδεχομένως και καθόλου) κόστος (αν θυμηθούμε παλιότερο διαφημιστικό μότο που έλεγε ευθαρσώς "στη χώρα μας υπάρχει ενέργεια που ειναι δωρεάν..."), κι όταν δεν το κάνουμε ειμαστε τεχνικά ακατάρτιστοι ή πολιτικά έκθετοι... Δυστυχώς όμως, αγαπητοί μου, όσο κι αν θα το επιθυμούσαμε, καμία ενέργεια δεν είναι δωρεάν, ούτε του κάρβουνου, ούτε των ΑΠΕ, ούτε των megawatts, ούτε ακόμη και των negawatts... Η μεγαλύτερη δεξαμενή δωρεάν ενέργειας είναι η εξοικονόμηση δηλ. η ενέργεια που δεν παράγεται ούτε φυσικά καταναλώνεται..
Ας πάψει, λοιπόν, η υποκρισία και το φοβικό σύνδρομο του «κάρβουνου» που …μουντζουρώνει τη ζωή μας. Δεν φταίει ο λιγνίτης που εμείς «καταβροχθίζουμε» κάθε χρόνο σχεδόν 3-5% περισσότερη ενέργεια για την άνεσή μας αλλά και λόγω παντελούς έλλειψης ενεργειακής συνείδησης. Ούτε φυσικά και οι ΑΠΕ που δεν καταφέρνουν να αποτελέσουν την «passepartout» λύση «εδώ και τώρα». Μαύρη ή πράσινη, η κατανάλωση έχει τον ίδιο παρονομαστή. Στο κάτω-κάτω, η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρισμού είναι ο ένας σημαντικός ρυπαντής. Ξεχάσαμε τον άλλο μεγάλο υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου που είναι οι παγκόσμιες μεταφορές οι οποίες "ενοχοποιούνται" για το κατά 50% των εκπομπών CO2; Ξέρετε, ότι αν η εναέρια κυκλοφορία συνεχίσει να αναπτύσσεται σε αυτό το βαθμό, θα χρειαστεί όλοι οι υπόλοιποι «παραγωγοί» του CO2 (βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή κλπ) να μειώσουν τις εκπομπές τους στο μηδέν για να επιτευχθούν οι συμφωνημένοι στόχοι εκπομπών;
Ας βάλουμε λοιπόν πρώτα ένα μέτρο σύγκρισης, μια ιεράρχηση των ρυπαντών. Και ένα σχέδιο για την βαθμιαία αποδέσμευσή τους, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες μας. Και ας πάψουμε να υποκρινόμαστε, ασχολούμενοι με την αγελάδα που «ρεύεται» και παράγει μεθάνιο σε μια χώρα χωρίς κτηνοτροφία, την "θέρμανση" λόγω της αντανάκλασης του ήλιου στα Φ/Β πάνελ του πάρκου της Μεγαλόπολης των 50MW που μέχρι σήμερα το έχουμε δει να πραγματοποιείται μόνο με το ...photoshop (εκκρεμεί στο ΣτΕ), τα λαμπάκια του 15ήμερου των χριστουγεννιάτικων γιορτών, την ορυζοκαλλιέργεια που επίσης παράγει μεθάνιο λόγω αναερόβιας ζύμωσης κλπ., δημιουργώντας επίκαιρες αφορμές για ανέξοδη οικολογική αμετροέπεια…
Οχι άλλο κάρβουνο, ναι. Όχι άλλο κάρβουνο μέσα στα μάτια μας…
Η Έκθεση ΣΕΕΣ για το Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό του 2009 (29/07/2009)
Οροι χρήσης ιστοσελίδας:http://elladitsamas.blogspot.com
3 comments:
Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν πληρώσαμε άμεσα, και ίσως ούτε έμμεσα για τις συνέπειες των πράξεων μας σε κανένα τομέα της ζωής μας. 'Ισως αν πληρώναμε και γνωρίζαμε τον λόγο, να είχαμε αποκτήσει συνείδηση των πραξεών μας, και να μην κατεβαίναμε στο κέντρο με αυτοκίνητο, να μην αφήναμε κλιματιστικά για μέρες ολόκληρες, και όλα αυτά που θα βελτίωναν τις συνθήκες ζωής στη μικρή Ελλαδίτσα μας!
Ευχαριστούμε για το υπέροχο άρθρο.
Το πρόβλημα δεν είναι τί θέλουμε, αλλά τί πρέπει να γίνει.
Και αν δεν επιβληθεί ανθρωπίνως, πιθανότατα θα μας επιβληθούν άλλου είδους «κυρώσεις» λίαν συντόμως.
Το μόνο κακό είναι πως το λίαν συντόμως είναι ακόμα αργό για τα ανθρώπινα δεδομένα…
Ε κάποια στιγμή η γεωμετρική αύξηση θα κάνει τους ρυθμούς αντιληπτούς…
Άραγε τότε θα υπάρχει χρόνος;
Αναφορικά με το θέμα: Η ανθρωπογενής συνεισφορά στην πλανητική υπερθέρμανση
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!