24.9.17

Το τίποτα που μας ορίζει

Φωτογραφία: Loui Jover
«…μια ζωή χαμηλοτάβανη και σκοτεινή
που την πλαταίναμε πόντο με πόντο
όσο έφταναν τα μπράτσα και η καρδιά μας…»

(«Στοιχεία βιογραφίας», Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)

Τίποτα, το τίποτα κυριαρχεί. Το τίποτα οικτρά μας ορίζει. Η έλλειψη και το κενό πληρούν (!), μέσα από πράξεις αυτονόητες, της συνήθειας. Αυτές διαμορφώνουν το προσωπείο της ανυπαρξίας, που όλοι φορούμε, ως αυτόμολοι της ζωής· και δε μας ενοχλεί που το φορούμε, καθώς η κατάστασή μας αυτή, της άζωης ζωής, δεν μας συνταράζει. Η ψυχή, το πνεύμα, το συναίσθημα, περιτυλίγονται από το τίποτα που μας χαρακτηρίζει. Η ζωή, τόσο τραγική, άδεια στο βάθος της, μια άβυσσος στο τίποτά της, παραγεμισμένη όμως με τη λιπαρή γέμιση των καιρών, ασπαίρει κατάχαμα, χωρίς κανείς –ούτε καν ο κύρης της– να την προσέχει!

Η κοινωνία παραδομένη, δουλική. Που; Στα καταναλωτικά τής ζωής συστήματά της, ξένη με τον άνθρωπο που τη συνιστά, ανερμάτιστη κι έκπτωτη. Προδομένη από τον άνθρωπο, που όφειλε να κοινωνεί και να συμμετέχει, προάγοντάς την. Καμία, όμως, προαγωγή, κανένα ουσιαστικό όφελος, καθότι ιδανικά κι αξίες απωλέσθηκαν, σβήστηκαν στο τίποτα που μας ορίζει! Ο άνθρωπος, θεατής της απόγνωσής του, καταδικάζει την ύπαρξη σε βαθιά νάρκη, στην ειρκτή του σκότους. Συμπράττει στο τίποτα, στο καθημερινό οικτρό τίποτα, που ο ίδιος εξάλλου ως ιδέα έχει διαπλάσσει, επικροτεί το μηδέν, ενεργεί ώστε το λίγο να γίνεται λιγότερο. Συντελεί στη φθορά, μεγαλώνει το κενό της ύπαρξής του. Μέσα στην ανυπαρξία ευτυχεί! Μια ανυπαρξία που, παρά το τίποτά της, τη χαρακτηρίζει το υπέρ, όλο αυτό το πολύ που δίδει νόημα και περιεχόμενο στο τίποτα και συνιστά την απώλεια του ανθρώπου. Όλα αυτά: η τύρβη και ο θόρυβος, η πολυανθρωπία και η μοναξιά, η ένταση και η έκσταση, η πλησμονή και η απόγνωση…

Ιδέες; Οράματα; Όνειρα; Αξίες; Χάθηκαν όλα στη χάβρα της ζωής, στη δίνη ματαιοδοξιών, ματαιοτήτων, σκοπιμοτήτων κι ανούσιων ορθολογισμών. Πνίγηκαν στα στάσιμα νερά της κρίσης. Ρουφήχτηκαν από καταβόθρες απόλυτης γνώσης και μαθηματικής λογικής, από σιδηρά συστήματα και συστημικές πρακτικές, τις οποίες ο άνθρωπος, εθελόδουλος λες στον ενάντιό του εαυτό, δε θέλησε ν’ αποφύγει. Τίποτα ρέον, τίποτα κινούμενο. Όλα στάσιμα στο αενάως τυρβώδες τίποτα! Καμιά ανανέωση στα έσω της ζωής –μόνον η τεχνολογική, η υλική πρόοδος, προέχει, μόνον η τεχνοκρατία αρμόζει στο ζην! Όλα ανακυκλώσιμα, όλα αναλώσιμα, μια συνεχής επανάληψη εικόνων δυστυχίας, μοιρολατρίας, ανίας, θαμβότητας, μια ρουτίνα ζωής, όλα προϊόντα! Προσφερόμενο, καθοδηγούμενο πνεύμα, γνώση αφής, γνώμη συνταγής, πράξη συντήρησης. Η απαξία προάγεται ως αξία και κατευθύνει, καθεύδει τον άνθρωπο στο τίποτα, στο απροσμέτρητο της ουτιδανότητας.

Λόγος πολιτικός: λόγος προσποιητής ευαισθησίας, λόγος κενός περιεχομένου, λόγος ξύλινος, λόγος δημαγωγικός. Ο λόγος αυτός, ακριβώς επειδή συνάδει με την ανυπαρξία, με το τίποτα της δούλης ζωής, έλκει. Διότι το τίποτα έχει προταχθεί ως ανάγκη να υπάρχεις, ως τρόπος του ζην. Ξεσηκώνει το πλήθος, του ξυπνά ορμές, …και τον παρωθεί! Οι ορμές πνίγουν τον άνθρωπο στο τέλμα του, τον ρουφούν στην πλάνη του. Ανέγνωστος κι ασυνάρτητος, ανάρμοστος στο Είναι του, ωθείται στην κατάσταση αυτή, αφού είναι κατά ουσίαν απέλπιδος κι έρμαιος στην καταδίκη του. Η κατάπτωσή του είναι δεδομένη, αφού οι ορμές υποκαθιστούν τα πηγαία αισθήματα και την υγιή σκέψη.

Είναι ολέθριο να σπαταλιέσαι επειδή τούτο σου υπεδείχθη, επειδή επείσθης να γενείς οπαδός, δούλος συνθηκών, ακολουθητής, υποταχτικός αναγκών. Μολοντούτο το πράττεις όντας έκπτωτος της ζωής σου… Χαλνιέσαι, καταστρέφεται ως άτομο, ως προσωπικότητα, γίνεσαι τραγικός κι αξιολύπητος, τυραγνικός στο Είναι σου˙ παρά τ’ ό,τι φαίνεσαι ευτυχής στον εαυτό σου! Κι όμως, το αντίθετο έπρεπε να συμβαίνει: να συλλογάσαι, να αισθάνεσαι, να πράττεις με την ευθύνη του εαυτού σου, με την καλλιέργειά σου, με τη σκέψη σου.

Πρότυπο ο ήρως –πάντα ένας ήρως συγκινεί! Σήμερα όμως δεν είναι ο ήρως ο ηρωικός που συγκινεί, ο μικρός ήρως Γιώργος Θαλάσσης, αλλά ο κάλπικος ήρως, ο φτιαχτός, ο ψεύτικος, της οθόνης, του management. Είναι ο star, ο περιώνυμος, ο προβεβλημένος της ζωής. Οφίτσιο – προνόμιο η κατοχή τέτοιου τίτλου εν είδει χαρακτηριστικού, το να είσαι star, στους σημερινούς καιρούς! Ο έχων ή η έχουσα θέλγητρα, όποιος ή όποια μπορεί και γοητεύει με τον πιο απίθανο τρόπο, προβάλλεται, εξυψώνεται, εξυμνείται. Οι ανουσιότητες που επιβάλλονται και κυριαρχούν, διαμορφώνουν το τίποτα της (κοντο)ζωής. Όποιος μιλά τη γλώσσα της λαγνείας, όποιος προκαλεί, όποιος προσβάλει ακόμα, όποιος αισχρολογεί κι εσχατολογεί, όποιος τη μάζα συναρπάζει με λόγο αυθάδη ή με πράξεις ακραίες, όποιος τυχοδιωκτικά και ταχυδακτυλουργικά λειτουργεί, όποιος προβάλλεται παίζων ρόλο, γίνεται ήρως του καιρού του. Ένας ήρως όμως, με ημερομηνία λήξης, διότι στο τίποτα, το εφήμερο θριαμβεύει. Είναι ένας ήρως που το τίποτα τον δημιουργεί και τον προάγει, που το τίποτα τον ανεβάζει και τον κατεβάζει. Κι όμως, αυτός γίνεται πρότυπο στους προσωρινούς καιρούς που ζούμε, τους εφήμερους σε σχέση με το τίποτά τους, κι αποτελεί αξία!..

Τον άνθρωπο βαραίνει μια φοβερή καταδίκη: Καλείται να ζήσει σ’ έναν κόσμο τραγικό, αποχαυνωμένο από τη λαύρα της νωθρότητας, πτοημένο από τ’ ανούσια βάρη της υποταγής στη στέρηση και καταδικασμένο σε συνεχή περιδίνηση στο οικτρό κενό του. Μπορεί να είναι κόσμος θορυβώδης, κόσμος υπερδραστήριος, όμως είναι κόσμος εξωτερικός του ανθρώπου, που βεβαίως τον επηρεάζει και τον κατευθύνει, μολοντούτο είναι κόσμος επιδερμικός, της επιφάνειας, του φελλού, κόσμος πλάνος και κενός, που δεν ημπορεί να καλύψει τα τεράστια κενά της ύπαρξης, τα εσωτερικά θέλω του ανθρώπου· γι’ αυτό θορυβεί κι αποπροσανατολίζει. Τον κόσμο τούτον, με τη λυρικότητα της απαισιοδοξίας άλλων καιρών, περιγράφει ο Λαμαρτίνος, σ’ ένα μικρό απόσπασμα από το περίφημο ποίημά του «Η λίμνη»:

«Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτέ εν’ απάνεμο μέσ’ την ανεμοζάλη,
ούτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!»

(«Λίμνη», Λαμαρτίνος, μετάφραση-απόδοση:
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Στον κόσμο αυτόν, ο άνθρωπος καλείται να παίξει τον ρόλο του μοιραίου. Θα κληρονομήσει την ευθύνη της καταδίκης του κόσμου του, κουβαλώντας την κατάρα της γενιάς του, του έκπτωτου της ζωής, την οποία θ’ αποδώσει στην επόμενη γενιά. Θυσιαστικά θα υποστεί τα βάρη του, θ’ αναζητήσει την καταδίκη του και θα την ακολουθήσει, θα ταπεινωθεί. Και θα πονέσει εσωτερικά όταν τα δεσμά τον περισφίξουν για να τον δαμάσουν, σαν αντιδράσει. Δεν είναι άσκηση ζωής αυτό, αλλά καταδίκη του έκπτωτου της ζωής, την οποία, αλί, ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται ως τέτοια για ν’ αντιπράξει!

Βαρύ το φορτίο της ευθύνης να μεταβιβάζεις καταδίκη στους επιγόνους. Να μεταβιβάζεις βάρη και φορτία που κληρονόμησες, που τ’ αποδέχτηκες και τάβαλες στη ζωή σου, κληρονομώντας τα βαρύτερα στους απογόνους. Νάσαι ανέγνωστος για το κακό που διαπράττεις, νάσαι αστοιχείωτος στο ζην, ανέστιος στον κόσμο σου, αδήλωτος της ύπαρξής σου. Λίγοι όμως σήμερα συνειδητοποιούν το μέγεθος και τις επιπτώσεις τούτης της ζωής˙ γι’ αυτό και διάγεται βίος νωθρός, της συνήθειας, της καταδίκης. Η στασιμότητα βαφτίζεται άνοδος, και σ’ αυτή τη συνθήκη βασίζεται το μέλλον της ανθρωπότης. Στο παρόν σπαταλιέται η ζωή, στον άχαρο αγώνα της επιβίωσης για το τίποτα. Η επιβίωση στα πλαίσια της ανάγκης αποτελεί ρόχθο για τον απλό άνθρωπο. Ένας ρόχθος που καθημερινά τον πνίγει και τον αδρανοποιεί. Τον άγει ακίνητο, άβλεπτο στα κείμενα. Η προτροπή από τους κρατούντες, είναι περίπου αυτή: πάλεψε, απλά για να επιβιώσεις, αφού μόνο αυτό σου μένει, αλλιώς χάθηκες, απαλείφθηκες· λες και τούτο δε συμβαίνει όντας αποσβησμένος στα βάσανα και τις έγνοιες σου! Η συνεισφορά στο τίποτα, έστω και με τον τρόπο αυτόν, με τον οποίο ποταπά και στυγνά αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος, αποτελεί την καταδίκη της κοινωνίας μας, μιας κοινωνίας που μαθαίνει να λειτουργεί κατά συνθήκη, σύμφωνα με τις νόρμες της πλάνης και της ψευδής ζωής, και να υποτάσσεται στα λάθη της.

Το τίποτα ανθεί, ως άνθος όμως αγκαθιού, ως ανθός ψευδαίσθησης, αυταπάτης. Όμορφα το νοιώθεις, σ’ ευωδά και σε μεθά, σε παραλεί και σε σπαταλά στα πλάνα, που σημαντικά και κρίσιμα φαίνονται, αφού ως τέτοια τ’ ανάγει στη ζωή. Δεν ημπορείς ν’ αντιδράσεις στην πλάνα ομορφιά, στην ευωδιά που σε παραισθητεί. Το αγκάθι δεν το νοιώθεις καθώς μπήγεται βαθιά σου, όντας παραίσθητος κι απορριγμένος στο τίποτα που σε αναισθητεί. Η ζωή σου στιγματίζεται από το αγκάθι πώχει εμβαθυνθεί στη ζωή σου και που συνεχώς σε πονά, όλο σε ματώνει. Μα δεν το νοιώθεις ως τέτοιο, και σαν το νοιώσεις το βλέπεις ως αναγκαίο κακό.

Το τίποτα αποτελεί κατάσταση επιδημική, παραλυτική, στειρωτική. Κυριαρχεί κι εξουσιάζει στη γκρίζα ζωή του ανθρώπου, και αλί, την ορίζει εκμηδενίζοντας την ύπαρξη ως αξία. Ο ποιητής καταδείχνει τα βάσανο να χάνεσαι ζώντας:

«Ανοίγω τα παράθυρα κι ο άνεμος δεν μπαίνει
ελπίδα την ελπίδα χάσαμε τη ζωή
ελπίδα την ελπίδα βρήκαμε την καρδιά λιωμένη
αυτό που περιμέναμε δεν πρόκειται να ‘ρθει»

(«Σημειώσεις για μια επέτειο γενεθλίων», ΙV,
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)

(κείμενο από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλοβόλλα (δοκίμια)”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017,http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=40885#).

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!