Η Αστική Δυστοπία
Το μέτωπο των υπό ανέγερση κατοικιών στο Ελληνικό, που αποκλείει το θαλάσσιο μέτωπο από την πόλη |
του Αντ. Καπετάνιου*
Η δομή της σύγχρονης πόλης, όπως και τα μέσα και υλικά κατασκευής της, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες ξηροθερμικές συνθήκες του λεκανοπεδίου και την αυξημένη ρύπανση, με την κυριάρχηση του γνωστού σε όλους φωτοχημικού νέφους, συνθέτουν κείνα τα στοιχεία που διαμορφώνουν το δυσκολοκατοίκητο έως δυστοπικό αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας, το τόσο επιβαρυμένο, που απαιτεί ειδική διαχείριση για ν’ ανακάμψει έστω.
Η δομή της σύγχρονης πόλης, όπως και τα μέσα και υλικά κατασκευής της, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες ξηροθερμικές συνθήκες του λεκανοπεδίου και την αυξημένη ρύπανση, με την κυριάρχηση του γνωστού σε όλους φωτοχημικού νέφους, συνθέτουν κείνα τα στοιχεία που διαμορφώνουν το δυσκολοκατοίκητο έως δυστοπικό αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας, το τόσο επιβαρυμένο, που απαιτεί ειδική διαχείριση για ν’ ανακάμψει έστω.
Η μεγάλη θερμοαγωγιμότητα και θερμοχωρητικότητα των χρησιμοποιούμενων σήμερα υλικών (άσφαλτο, σκυρόδεμα, γυαλί κ.λπ.), τα μετατρέπουν σε τεράστιους θερμοσυσσωρευτές που κάμνουν, κατά τη θερινή περίοδο, το κλίμα της Αθήνας (της σύγχρονης πόλης γενικότερα) εξόχως βασανιστικό, αφού αυτή ομοιάζει κυριολεκτικά με καμίνι. Η λυτρωτική αύρα του καλοκαιριού δε φτάνει πια στο εσωτερικό της πρωτεύουσας, εξαιτίας της δομής της πόλης, της διάταξης και του ύψους των κτιρίων της, καθώς και της κοντινής μεταξύ τους απόστασης, όπως και της ύπαρξης δρόμων μικρού πλάτους, οι οποίοι δεν καταλαμβάνονται από πράσινο. Οι συνθήκες ζωής, λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, καθίστανται αβίωτες.
Πιο συγκεκριμένα, τα υλικά κατασκευής των σύγχρονων κτιρίων, ακτινοβολούμενα από τον ήλιο, θερμαίνονται, με την επιφάνειά τους να φτάνει σε μια θερμοκρασία της τάξης των 50-60οC, η οποία, συνδυασμένη με τις συνθήκες θερμοχωρητικότητας και θερμοαγωγιμότητας που προαναφέραμε, διαμορφώνουν την κατάσταση του θερμοσυσσωρευτή και τη δημιουργία της αποκαλούμενης θερμικής νησίδας (Heat Island). Η λειτουργία του φυσικού θερμοσυσσωρευτή έγκειται στην αποταμίευση θερμότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας από τα υλικά της πόλης (μπετόν, άσφαλτος, γυαλί κ.λπ.) και στην απόδοσή της κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έχει διαπιστωθεί ότι οι περιοχές της υπαίθρου αποβάλλουν τη θερμότητα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της ημέρας του θέρους το πολύ σε τρεις ώρες από τη δύση του ήλιου, ενώ οι αστικές περιοχές σε επτά τουλάχιστον ώρες. Τούτου δεδομένου και έχοντας σε λειτουργία τον φυσικό θερμοσυσσωρευτή, υπολογίστηκε από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία των ΗΠΑ ότι η θερμοκρασία των πόλεων μπορεί ν’ αυξηθεί κατά 3οC κατά τη νύχτα του θέρους, ενώ υπολογίστηκε ότι αυξήθηκαν σε πέντε από δύο ώρες οι περίοδοι που δεν υποφέρεται η ζέστη κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Θερμική νησίδα νοείται όταν στο αστικό περιβάλλον καταγράφονται θερμοκρασίες αέρα τουλάχιστον κατά 2οC υψηλότερες σε σχέση με τις κανονικές τιμές, ενώ το φαινόμενο συνδέεται με τον υψηλό βαθμό δόμησης της περιοχής και επικάλυψης της επιφάνειας του εδάφους (υπολογίστηκε ότι όταν το 30% της επιφάνειας του εδάφους είναι καλυμμένο από δομικά υλικά, αρχίζει να υφίσταται πρόβλημα με τη θερμική νησίδα), όπως και με την κατανάλωση ενέργειας, κυρίως από τ’ αυτοκίνητα, αλλά και με τις μικροκλιματικές αλλαγές που πραγματοποιούνται από τη λειτουργία των κλιματιστικών μηχανημάτων. Η θερμική νησίδα διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνήθως σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, αν και το πρόβλημα εμφανίζεται εντονότερο προς το τέλος της θερινής περιόδου, διότι τότε έχει ήδη συσσωρευτεί στα υλικά η μεγαλύτερη ποσότητα θερμότητας. Η παραπάνω κατάσταση εξυπηρετείται από την μειωμένη κίνηση του αέρα μέσα στην πόλη, που δε βοηθά στην πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, καθώς και από τα σωματίδια της ρύπανσης, τα οποία με τον εγκλωβισμό τους για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ατμόσφαιρα, λόγω των θερμοκρασιακών αναστροφών που προκαλούνται από τις υψηλές θερμοκρασίες, συντελούν στη μείωση της διαφάνειας του αέρα.
(…)
Η λειτουργία του φυσικού θερμοσυσσωρευτή, όπως το έχουμε ξαναπεί, έγκειται στην αποταμίευση θερμότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας από τα υλικά της πόλης (μπετόν, άσφαλτος, γυαλί κ.λπ.) και στην απόδοσή της κατά τη διάρκεια της νύχτας (οι περιοχές που επηρεάζονται από τη θερμική νησίδα είναι λιγότερο ψυχρές το χειμώνα και πολύ περισσότερο ζεστές το καλοκαίρι). Η θερμότητα που ακτινοβολείται κατά τη νύχτα, δημιουργεί ανοδικά ρεύματα θερμού αέρα, που απλώνονται πάνω από την αστική περιοχή και παραμένουν. Εκεί λοιπόν που θα περίμενε κανείς, όπως παλιά, να έλθει το βραδάκι για να δροσίσει, σήμερα, όχι απλώς δε δροσίζει, αλλά η ζέστη, συνδυασμένη και με την άπνοια, εμφανίζεται εντονότερη και μας τρελαίνει -ανεξάρτητα εάν είναι ημέρα ή νύχτα, η θερμοκρασία πλέον διατηρείται σε υψηλές τιμές.
Σημείο καθοριστικό ως προς τα παραπάνω, αποτελεί το γεγονός ότι η λυτρωτική αύρα του καλοκαιριού, δε φτάνει πια στο εσωτερικό της πρωτεύουσας. Και αυτό οφείλεται στο τείχος των κτηρίων που υψώθηκε μπρος από τη θάλασσα, σταματώντας την πορεία της, στους στενούς, κακώς χωροθετημένους και χωρίς πράσινο δρόμους που «τεμαχίζουν» την πόλη, και στα ψηλά και επίσης κακώς χωροθετημένα κτήριά της. Καθώς και στο γεγονός, ότι το πράσινο και τα ρέματα, που θα διευκόλυναν την πορεία αυτή ως φυσικοί αεραγωγοί και εξισορροπιστικοί παράγοντες του κλίματος, κατά το μάλλον ή ήττον δεν υπάρχουν.
Το πρόβλημα φαίνεται πως έχει πάρει πολύ κακό δρόμο, αφού ουσιαστική λύση στο αδιέξοδο δεν φαίνεται να επιζητείται. Είδαμε, π.χ., την ευεργετική προσφορά του πρασίνου στο θέμα αυτό. Η λύση τούτη όμως, παραδόξως δεν επιδιώκεται, και τούτο συνιστά πρόβλημα, που μάλλον απαιτεί τη χείρα ειδικού επί των ψυχικών νόσων για την εξήγησή του. Η διαχείριση του προβλήματος, από την άλλη πλευρά, για την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών από τη συγκεκριμένη κατάσταση, προβάλλεται ως λύση. Δεν αποτελεί λύση όμως, παρά συντήρηση μιας παθολογικής κατάστασης, η οποία έτσι επιδεινώνεται, αφού δεν επιδιώκονται μέτρα ανατροπής του προβλήματος.
Κατά την εν λόγω πρακτική, λοιπόν, μόνη λύση σ’ αυτή την τρέλα, φαίνεται να είναι «μια άλλη τρέλα». Η τεχνητή δροσιά, ο ενεργοβόρος κλιματισμός. Ο οποίος, όχι μόνο δεν απομακρύνει τη θερμική ενέργεια, αλλά αντίθετα την ενισχύει, δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα στο περιβάλλον, λόγω του ότι έτσι συντηρείται και επιτείνεται το φαινόμενο της θερμικής νησίδας. Τα κλιματιστικά λειτουργούν ως αντλίες θερμότητας, την οποία μεταφέρουν, αυξημένη κατά το ποσό που δαπανούν για τη λειτουργία τους, στον εξωτερικό χώρο. Φαύλος κύκλος δηλαδή…
*από το βιβλίο του “Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει”, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
*από το βιβλίο του “Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει”, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλέπω σε έναν ευπρεπή διάλογο χωρίς κακόβουλα και υβριστικά σχόλια που προσβάλλουν την αισθητική μας αλλά κι εκείνη της ελληνικής γλώσσας. Εντούτοις, όλα τα σχόλια δημοσιεύονται!