H εξορυκτική δραστηριότητα στο έτος της βιοποικιλότητας!
[του Πέτρου Τζεφέρη][by petros Tzeferis]
Ένας περαιτέρω αντίκτυπος των δραστηριοτήτων εξόρυξης είναι στην τοπική οικολογία και ειδικότερα στη βιοποικιλότητα, που φέτος επιχειρούμε να γιορτάσουμε!
Πολλά λατομεία σε όλο τον κόσμο βρίσκονται μέσα ή συνορεύουν με προστατευμένες περιοχές υψηλής βιοποικιλότητας. Για παράδειγμα, ολόκληρη η έκταση του λατομείου ποζολάνης στην Ξυλοκερατιά της Μήλου, το οποίο διαχειρίζεται η ΤΙΤΑΝ ΑΕ, καθώς και η παράκτια περιοχή δίπλα στο ορυχείο προστατεύεται από το δίκτυο NATURA. Σε αυτή την περιοχή αναγνωρίζονται δυο απειλούμενα είδη: το φίδι “vipera schweizeri” και η φώκια “monachus monachus”.Δυστυχώς υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση έγκρισης και υλοποίησης των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) και Προεδρικών Διαταγμάτων (ΠΔ) που αφορούν κάθε προστατευόμενη περιοχή, όπου θα (πρέπει να) περιγράφονται οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες και ποια μέτρα προστασίας επιβάλλεται να λαμβάνονται, με αποτέλεσμα να υπάρχει τελικά κλίμα αβεβαιότητας μεταξύ των υποψήφιων επενδυτών. Σημειώνεται ότι έχουν εκδοθεί αποφάσεις μόνον για 90 από το σύνολο των 400 και πλέον προστατευόμενων περιοχών, και ακόμη το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των αποθεμάτων των ορυκτών πρώτων υλών βρίσκεται σε προστατευόμενες περιοχές.
Επειδή υπάρχει μεγάλη σύγχιση από τους διάφορους "οικολογούντες" ...οπτιμοπορτουνιστές, πολλοί από τους οποίους απλώς εκφενδονίζουν "αστήριχτους λόγους" μόνο και μόνο για να γίνονται αρεστοί ως αυτοεκκολαπτόμενοι σωτήρες του πλανήτη , πρέπει να επισημανθούν ορισμένα πράγματα. To ζητούμενο δεν είναι να απαγορευτεί πλήρως η εξορυκτική δραστηριότητα εντός προστατευόμενων περιοχών, είτε αυτές είναι Natura 2000, είτε άλλες περιοχές που προστατεύονται από την εθνική νομοθεσία (Ν. 1650/1986, 2742/1999 και Ν. 3044/02). Το ζητούμενο είναι να τεθεί σαφές κανονιστικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εξορυκτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται εντός ή πλησίον προστατευόμενων περιοχών κάθε είδους μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται και σε κάθε περίπτωση να συμβιβαστούν με την περιβαλλοντική προστασία.
Ηδη με την οδηγία «Ηabitats» (οδηγία 92/43/EE) έχει γίνει η αρχή και ειδικότερα με το άρθρο 6 παρ. 4, όπου προβλέπεται ειδική διαχείριση όταν το προτεινόμενο έργο αφορά τόπο όπου απαντούν ενδιαιτήματα ή/και είδη προτεραιότητας τα οποία είναι πιθανό να θιγούν. Η οδηγία αυτή, που ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο με την ΚΥΑ 33318/3028/11-12-98 (ΦΕΚ 1289/Β/28-12-98), επηρεάζει το 21,1% του χερσαίου ελληνικού εδάφους με την προοπτική το ποσοστό να αυξηθεί στο 27,2% [μετά και την από 25.10.2007 καταδικαστική απόφαση του ΔΕΚ για κατάταξη ελλιπών εδαφών ως ΖΕΠ].Η υλοποίηση σχεδίων ή έργων τα οποία πιθανώς θα έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για τους τόπους αυτούς, εξετάζεται κατά περίπτωση και μπορεί να αιτιολογηθεί μόνο εάν οι επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος αφορούν την υγεία του ανθρώπου και τη δημόσια ασφάλεια ή εξαιρετικά θετικές συνέπειες για το περιβάλλον ή εάν, προτού εγκριθεί το σχέδιο ή έργο, προηγηθεί μια ανεξάρτητη εκτίμηση εκ μέρους της Ε. Επιτροπής. Εντούτοις, απαιτείται σαφής βελτίωση ώστε να προσδιοριστούν καλύτερα οι εναλλακτικές λύσεις, οι λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, τα τυχόν αντισταθμιστικά μέτρα, τα κριτήρια σχεδιασμού τους, το κόστος τους και ποιός το επωμίζεται κλπ.
Σήμερα, στα πλαίσια ομάδας εργασίας με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, γίνεται προσπάθεια (η οποία βρίσκεται στο τελικό της στάδιο) να καταρτιστεί ένα καθοδηγητικό έγγραφο (Guidance document on NEEI and Natura 2000) με στόχο τη συγκεκριμενοποίηση των προϋποθέσεων λειτουργίας του εξορυκτικού κλάδου εντός περιοχών δικτύου «Natura 2000», και ειδικότερα των προϋποθέσεων του παραπάνω άρθρου 6 παρ.3 και 4.
Mολαταύτα, η πολιτεία δεν θα πρέπει να τα περιμένει όλα από την ΕΕ, αλλά θα πρέπει αυτή να προτείνει λύσεις για όλα τα παραπάνω, εξειδικεύοντας το έγγραφο αυτό στην ελληνική πραγματικότητα, να προτείνει πχ. αντισταθμιστικά μέτρα που είναι τεχνικώς εφικτά και της «ταιριάζουν» και τελικά θα πρέπει να μπορεί να εγγυηθεί για το πλαίσιο αυτό και όχι να «λύνει» το πρόβλημα με ένα απλό «όχι σε όλα» ή με γενικόλογες εφαρμογές της αρχής της προφύλαξης του τύπου ότι «θα πρέπει να αποφεύγεται η εξορυκτική δραστηριότητα στις εκτάσεις που καταλαμβάνουν τύποι οικοτόπων και ενδιαιτήματα ειδών της οδηγίας» ή «εντός των ζωνών ΖΕΠ δεν επιτρέπεται η εξόρυξη παρά μόνον υπόγεια».
Είναι γνωστό ότι η Ε.Ε. έχει υιοθετήσει την Αρχή της Προφύλαξης, όπως αυτή έχει διατυπωθεί στη Διακήρυξη του Ρίο το 1992, που διευκρινίζει ότι όποτε υπάρχει κίνδυνος σημαντικής ή και ανεπανόρθωτης βλάβης για το περιβάλλον, η απουσία επιστημονικών δεδομένων δεν πρέπει να αποτελεί λόγο μη εφαρμογής αποτελεσματικών μέτρων για την πρόληψη της περιβαλλοντικής βλάβης. Στην περίπτωση όμως της εξορυκτικής δραστηριότητας, δεν υπάρχει απουσία επιστημονικών δεδομένων, αντίθετα υφίσταται ένα καλά τεκμηριωμένο πλην δυναμικό γνωστικό υπόβαθρο “βιώσιμων” τεχνικών και διαχειριστικών προτύπων, που χρήζει διαρκούς επικαιροποίησης. Επιπλέον, η εξορυκτική δραστηριότητα ως γνωστόν συναρτάται απόλυτα με τους χώρους εύρεσης των κοιτασμάτων και επομένως δεν είναι δυνατόν να «προβλεφθεί» ή να «αποφευχθεί» η τυχόν χωροθέτησή της εκ των προτέρων.Θα πρέπει λοιπόν, στις περιοχές του δικτύου, η περιβαλλοντική αδειοδότηση να πραγματοποιείται από τη διοίκηση, στο υψηλότερο δυνατόν διοικητικό επίπεδο, ώστε κατά την προβλεπόμενη διαδικασία του “appropriate assessment”, να διασφαλίζονται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, η αντικειμενικότητα, η μέριμνα για το φυσικό περιβάλλον, η ορθή εκτίμηση πρόκλησης ζημιών αλλά και η οικονομική βιωσιμότητα των υπό εκμετάλλευση ΟΠ.
Μόνον με τέτοιες διεργασίες αποκτά νόημα τόσο η «αρχή της προφύλαξης» όσο και η γιορτή της βιοποικιλότητας. Η εξορυκτική/μεταλλευτική δραστηριότητα δεν είναι a priori επικίνδυνη ούτε a priori περιβαλλοντικά ασύμφορη. Αρκεί στην ανάλυση «κόστους-ωφέλους» να μπουν όλα τα δεδομένα σε όλες τους τις διαστάσεις: τεχνικά, οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά. Κι ακόμη να διασφαλιστεί η «αρχή της προφύλαξης» υπέρ του πολίτη σε μια βάση το δυνατόν συναινετική που δεν θα αφαιρεί όμως το δικαίωμα της «ανάπτυξης». Αρκεί η στάθμιση αφενός της εκτιμώμενης περιβαλλοντικής βλάβης και αφετέρου της εκτιμώμενης εθνικής ωφέλειας, να οδηγεί σε συγκερασμό τους κατά τρόπο που θα διασφαλίζει τη «βιώσιμη ανάπτυξη», όπως επιτάσσει ο συντακτικός νομοθέτης και έχει δεχθεί η νομολογία του ΣτΕ σε πολλές περιπτώσεις.
Ερμηνευτικός οδηγός σχετικά με το άρθρο 6 παρ. 4 της οδηγίας για τα ενδιαιτήματα (92/43/ΕΟΚ)
Σημείωση Συγγραφέα: Η οποιαδήποτε χρήση του κειμένου αλλά και γενικότερα η όποια αναδημοσίευση υπόκειται στην εφαρμογή των όρων χρήσης της ιστοσελίδας http://elladitsamas.blogspot.com